Απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρου φαμ, σημαίνει τη λεσβία η οποία έχει στερεοτυπικά θηλυκά χαρακτηριστικά, όντας το αντίθετο της μπουτς ή νταλίκας.

Έβλεπες τη νταλίκα και τις άλλες που ήταν τα γυναικάκια, δηλαδή γυναίκα κανονική με το φουστανάκι της, το παπουτσάκι της, το ταγεράκι της, την μπλουζίτσα την ξώβυζη, που συνοδεύεται, που δεν έχει μάτια για άλλον, με το μαλλί κομμωτήριο. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 44).

Got a better definition? Add it!

Published