Ξεθερμάω, ξεθερμίζω: Κάνω λάντζα, πλένω πιάτα. Έκφραση από νησιά.

Ενίοτε λέγεται καί σκέτο ξεθερμίζω, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε τα πιάτα, αν και είναι πλεονασμός γιατί εννοείται.

Έχω να ξεθερμίσω τα πιάτα και μετά θα αράξω.

Βλ. και αξεθέρμιστα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

ξεθέρμισα(μετα το ξεθερμισμα)
εχω να ξεθερμίσω ή εχω αξεθέρμιστα(πριν το ξεθερμισμα)

#2
Κ. Μαρουλης

Κάνω λάτζα. Στο χρονικό του, ο Παναγής Σκουζες γραφει , 'Τα χρεη μου ήτον να μαγειρεύω, να ξεθερμω, να σκουπίζω, να σκουπίζω, να ψωνίζω, καθε Σάββατον να ζυμώνω και να του πλενω τα ρούχα του και αλλες υπηρεσίες να παραστέκομαι.'