Το ακριβές αντίθετο του ξηγιέμαι σκουληκιάρικα.

Για το ξηγιέμαι δες ξήγας, ξηγιέμαι. Για το μόρτικα δες μόρτης και μόρτιμερ, ο.

Ετυμολογία: μόρτης < ιταλικό beccamorti = τυμβωρύχοι- νεκροθάφτες < becca- (<becco = ράμφος, σκαπτικό εργαλείο < beccus λατινικό κελτικής προέλευσης) και morto = νεκρός (< λατινικό mors = θάνατος).

Ξηγιέται μόρτικα το Σοφάκι, ούτε το περίμενα. Ποια σου δίνει ρε κώλο απ' τον πρώτο μήνα την σήμερον ημέρα;

Βλ. παράδειγμα vikar εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published