Η υπερβολικά αγγούρω, δηλαδή η ψηλόλιγνη σαν λελέκι, αλλά και άκαμπτη, μη ελαστική γκόμενα. Η λεβεντομούνα με την χειρότερη δυνατή έννοια. Δηλαδή δεν είναι ούτε καν σαν αγγούρι, είναι σαν τον καρπό της ξυλαγγουριάς, που είναι ακόμη πιο άκαμπτος και άνοστος. Επίσης, ο αγράμματος που θεωρείται άχρηστος άνθρωπος, κατά το «ξύλο απελέκητο». Κατά τον Ιησού, από εδώ προκύπτει το τσιτσιφλάγγουρο. Αμφιβάλλω, αλλά μην τα βάλω και με θεό, το πολύ πολύ να τα βάλω με ημίθεο, αλλά μέχρι εκεί.

- Πώς σου φαίνεται το Ριτάκι; Καλή λεβεντομούνα δεν είναι;
- Τι λεβεντομούνα καημένε! Αυτή είναι ξυλαγγούρω! Ξύπνα! Που μου διαβάσατε όλοι τα μουνολήμματα του Βράστα και το παίζετε και καμπόσοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified