Η κωλόμπα που της έκοψαν τον κω, ο κολομπαράς / κωλομπαράς.

Πηγή: Χότζας.

Στα παλιά φλιμπεράδικα κυκλοφορούσαν και λόμπες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified