Τα λύγκια είναι ο σβέρκος.

Να μη μπερδεύεται με τη λιγκιά, που είναι η σφήκα.

Και τα δυο είναι χιώτικα.

Τον άρπαξε από τα λύγκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified