Το λασποχώραφο είναι το μη εύκολα καλλιεργήσιμο χωράφι. Αυτό που δεν αποδίδει. Σαν όρος με τη μεταφορική του έννοια, χρησιμοποιείται από άνδρες σε αντροπαρέες για τον χαρακτηρισμό της άσχημης ή μη άξιας λόγου γυναίκας όσον αφορά το σεξ. Επίσης, πιο σπάνια, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός αναφορικά με τη νοημοσύνη κάποιου.

Καθόμασταν με το Γιώργο και πίναμε καφέ. Και περνάει μια γκόμενα, θεά. Περπάταγε και ραγίζανε τα τσιμέντα. Τη χάζευε όλο το μαγαζί. Και γυρνάει ο δικός μου και μου λέει: «Ρε Μήτσο, κοίτα τι γαμάει ο κόσμος κι εμείς κάθε μέρα στο λασποχώραφο», εννοώντας τη γυναίκα του. Πνίγηκα από τα γέλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified