Αυτός που είναι ήσυχος και δεν αντιδρά ποτέ και που συνήθως τον κάνουν ό,τι θέλουν.

Ο κατευθυνόμενος, ο πολύ ήσυχος μέχρι βλακείας...

Πολλά χρόνια λέμε τη λέξη, αλλά μόνο όταν άρχισα να ασχολούμαι με ίντερνετ και υπολογιστές κατάλαβα από πού βγαίνει. Από τον ορισμό των κομπιουτεράκηδων λογκόφ, που σημαίνει απενεργοποιημένο...

  1. - Τα νέα οικονομικά μέτρα μας έχουν ξεσκίσει...
    - Καλά να πάθετε, αφού είστε λογκόφ και δεν ξεσηκωνόσαστε !

  2. - Θέλω να σκάψω έναν βόθρο στο εξοχικό, αλλά δεν μπαίνει μηχάνημα και δεν ξέρω τι να κάνω...
    - Πάρε δυο λογκόφια να το σκάψουν.

  3. - Χθες κουνήθηκα με την γκόμενα του Τάκη και τώρα φοβάμαι να τον συναντήσω...
    - Μην φοβάσαι καθόλου, ο τύπος είναι λογκόφ.

(από Πούτσαρς, 22/03/10)Άλλος τύπος λογκόφ... (από Πούτσαρς, 22/03/10)

βλ. και λογκάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified