Σύμφωνα με τον Μπάμπη, το ξεπετῶ είναι ήδη μεσαιωνικό και προέρχεται από το αρχαίο ἐκπετάννυμι.

Ενώ η σημασία «ολοκληρώνω κάτι πολύ γρήγορα και βιαστικά» υπάρχει στα Λεξικά, λ.χ. ή εδώ, πρέπει να πούμε ότι λέγεται συχνότατα για το σεξ που γίνεται βιαστικά και γρήγορα, την ξεπέτα.

Ξεπετάω, λοιπόν, σημαίνει ένα βιαστικό και γρήγορο σεξ με καθόλου ή ελάχιστα προκαταρκτικά, το ρίξιμο ενός κρύου. Το χαρακτηριστικό είναι ότι μπορεί και συνήθως όντως είναι υποκείμενό του ο/η ερώμενος/η και όχι μόνο ο εραστής. Τότε υπάρχει το υπονοούμενο ότι ο/η ερώμενος/η ξεπέταξε τον εραστή επειδή είναι πουτάνα και θέλει να εξασφαλίσει χρόνο για τον επόμενο. Οπότε το ξεπετάω δεν σημαίνει μόνο το βιαστικό της συγκεκριμένης φοράς, αλλά και ότι ο/η ερώμενος/η είναι πουτανοκαριόλα που έχει ποσότητα από σεξ με πολλούς εραστές.

Τα χρόνια σου δεκάξι, μα είχες ξεπετάξει ολόκληρο τον Κολωνό.

(Στίχος από την Ευλαμπία του Γ. Γιοκαρίνη).

(από Khan, 14/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published