Στα καλιαρντά σημαίνει μου αρέσει, γουστάρω, αλλά και γουσταρίζομαι. Από το λατσός εκ της λέξης των ρομανί lačho (= καλός, όμορφος).
Στα καλιαρντά σημαίνει μου αρέσει, γουστάρω, αλλά και γουσταρίζομαι. Από το λατσός εκ της λέξης των ρομανί lačho (= καλός, όμορφος).
Got a better definition? Add it!