Στα καλιαρντά είναι η αδερφή που προέρχεται από ορεινό χωριό.

Ήρθανε οι άλλες, οι κατέ, απ’ το μαγαζί «Η ΠΕΘΕΡΑ» και μου το σφυρίξανε. Πιο μπροστά ο Αρίστος είχε ζευγαρώσει και με άλλες σορέλες. Η μια ζήλευε την άλλη, με το παραμικρό φαγώνονταν. Τα είχε, λέει, με την Αλέκα. Ε, και; Μπροστά μου δεν έπιανε χαρτωσιά. Ούτε οι υπόλοιπες χαζολούγκρες, καμιά δεν είχε την λατσοσύνη τη δικιά μου. Τα είχε μπλέξει με τη τζαζεμένη τη Δημητρούλα, την υψομετρού. Και με τη Σαλώμη. Αυτή η Σαλώμη ήτανε καπάτσα, καλίγωνε τον ψύλλο. Τον διεκδικούσε. Ήταν τραβηχτικός ο μπαγλαμάς. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published