Κλέβω ένα λάχανο, δηλαδή ένα πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα. Κλασική παλιά αργκό των κλεφτών που έχει διασωθεί και σε παλιά λαϊκά τραγούδια και ρεμπέτικα. Βλ. και λαχανάς

Πάσα (Δ.Π.): ironick

εδω εισαι πορτοφολα;; να τον προσεχετε,ειναι πονηρος.σου λεει<<κοιτα εκει>> και στην ζουλα σου βουτα την πορτοφολα..
πηγε να το κανει και σε εμενα το κολπο,αλλα με την χαρα εμεινε..το πορτοφολι που λαχανεψε ειχε μονο κατι μετοχες ΟΤΕ,που μολις τις ειδε τις πεταξε με περιφρονηση... (Δες)

(από Khan, 13/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published