Η άναρθρη θηλυπρεπής κραυγή από αρσενικά άτομα λόγω χαράς, ενθουσιασμού ή λόγω συσσωρευμένης gay ενέργειας. Το ξεπούστευμα συνήθως γίνεται σε δημόσιους χώρους όταν το άτομο αντιλαμβάνεται την gay στάθμη να υψώνεται μέσα του, οπότε ουρλιάζει και επανέρχεται στην αρχική αντρική του κατάσταση. Μετά από έρευνες έχει αποδειχθεί ότι το ξεπούστευμα παρά την έντασή του, περνάει απαρατήρητο (ίσως και υποσυνείδητα) από τα άτομα που βρίσκονται στον ίδιο χώρο.

- Ααααααουουυουουουω!
- Άκουσες; Κάποιος ξεπουστεύει...

(από chrismegas, 13/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published