Συμπεριφορά μεθυσμένου ατόμου που δεν συμβαδίζει με τις υπάρχουσες κοινωνικές συμβάσεις και τους αποδεκτούς κώδικες συμπεριφοράς.

- Άσ' τα να πάνε ρε φίλε. Ο Χριστάρας ξεφτιλίστηκε στις μπύρες προχθές, και τρέχαμε να τον μαζέψουμε από την Βριλησσού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ρούχο ή αντικείμενο ευτελούς ποιότητας.
  2. Άτομο κατεστραμμένο.
  1. Σιγά μην δώσω 30 ευρώ για ένα ξεφτιλίκι!
  2. Πήρες τηλέφωνο το ξεφτιλίκι να μαζευτεί στο σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified