Τchαὶ τὰ κανίστchια, μπάρε μου; Τchαὶ τὸ γαμοπίλαφο;
Παράλειψις: Τὸ φέρνω λιγάκι σὲ κάτι ἐνίοτε συντίθεται (παράδειγμα Τάκη), ἄλλοτε ὅμως οὐχί (παράδειγμα μουσταλευριᾶς).
Στὸ τέλος τοῦ ὁρισμοῦ: «δίκην ταύρου σὲ ὑαλοπωλεῖο» βλ. καὶ μπίκας, μπήκας. Τυχαῖο; δὲ νομίζω!
Ἐγὼ πάντως ἔχω σχηματίσει τὴν ἐντύπωσι ὅτι τοῦ παραδίνουμε σημασία, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀξιόπιστης πηγῆς, καὶ αὐτὸ τὸ «νόσημα» θὰ τὸ ὀνομάσω γουγλισμό (λατ. googlismus), ὅπως ἐπίσης καὶ στὸν Τριανταφυλλίδη, τὸν ὁποῖον, ὅπως γνωρίζει τὸ σλαγκεπώνυμον πλήρωμα, ἀντιπαθῶ ἰδιαιτέρως.
Πουστοφέρνω<πούστης+φέρνω.
Τὸ φέρνω ἐδῶ ἔχει τὴ σλαγκική του ἔννοια, ποὺ σημαίνει ὁμοιάζω μέ. Ἡ σύνταξι εἶναι φέρνω (λιγάκι) σὲ Αἰτ.
Πχ ὁ Τάκης φέρνει (λιγάκι) σὲ ἀδελφή=ἀδελφοφέρνει, σὲ πούστη=πουστοφέρνει κλπ.
Τὸ φέρνω (λιγάκι) σὲ πρέπει νὰ τὸ ἀνεβάσουμε. Ὅποιος μπορεῖ νὰ κάνῃ κάτι καλλίτερο ἀπ' αὐτό, ἂς τὸ ἀνεβάσῃ. Ἀλλέως πέως θὰ τὸ ἀνεβάσω ἐγὼ σὲ 2-3 μέρες.
Εἶναι καιρὸς ποὺ θέλω νὰ ρωτήσω, πῶς ἀνηγορεύθη τὸ γούγλισμα σὲ ὑπέρτατο κριτήριο γιὰ τὰ ζητήματά μας. Μοῦ θυμίζει τὸ παλαιότερο: «Μὰ πῶς; Τὸ εἶπε κι ἡ τηλεόρασι!»
Εἶναι μιὰ καλὴ εὐαιρία γιὰ νὰ ἐπαναφέρω τὴν ξεχασμένη μου πρότασι γιὰ συνεταιρικὴ λημματογράφησι. Λὲς ν' ἀρχίσουν οἱ νεοέλληνες νὰ συνεργάζωνται ἀπὸ τὸ σάϊ μας;
Τὸ πιασμὰν καὶ μπιεσμὰν εἶναι ἀρχικῶς παλαιοκαλιάρντ, μὲ τὸ ἴδιο νόημα. Στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἂν καὶ ὅσο ἀκούγεται, ἔφθασε κατ' ἐπέκτασιν λόγῳ Πετροπούλου.
Ἀφοῦ εὐχαριστήσω ὅλους γιὰ τὸν σχολιασμό, ἂς ἐξηγήσω τί ἀκριβῶς ἐννοῶ: Σὲ μία φᾶσι τῆς ψυχοσεξουαλικῆς μας ἀναπτύξεως, ἡ ὁποία χρονολογικῶς τοποθετεῖται κάπου ἐκεῖ στὴν 3η-5η δημοτικοῦ, ξαφνικὰ τὰ δύο φῦλα διακόπτουν τὶς ἁρμονικὲς ἐπαφές τους καὶ ἀναπτύσσουν μία ἐχθρότητα μεταξύ τους, ἡ ὁποία γίνεται ἔκδηλη μὲ τοὺς ἀνταγωνισμούς στὸ σχολεῖο, στὰ παιγνίδια κλπ, μὲ ἕνα ἰδιότυπο apartheid, καμμιὰ φορὰ δὲ καὶ μὲ βιαία συμπεριφορά. Ἐπειδὴ πρὶν ἀπὸ αὐτὴ τὴ φᾶσι τὰ φῦλα δὲν εἶναι πλήρως διαφοροποιημένα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο (δλδ σὲ κάποια ἐπίπεδα εἶναι, σὲ κάποια ὄχι), χρειάζεται νὰ ἀναπτυχθῇ αὐτὴ ἡ ἰδιότυπη, ἀφοριστικὴ ἐχθρότης πρὸς ἄλληλα καὶ ἀντιστοίχως ἡ φιλότης πρὸς τὸ ἴδιον φῦλον. Αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο, προκειμένου νὰ μπορέσουν νὰ ὁλοκληρωθοῦν οἱ ἐνδοψυχικὲς διεργασίες τῆς τελικῆς ἀποφάσεως, σὲ ποιό φῦλο ἀνήκει ὁ καθείς, καὶ πόσο φανατικὰ θὰ τὸ ὑποστηρίζῃ. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια τὴν χαρακτηρίζω χρήσιμη καὶ μάλιστα ἀπαραίτητη γιὰ νὰ εἴμαστε ὅπως εἴμαστε, καὶ ὄχι ἕνας ἀδιαφοροποίητος «πολτὸς» ἀπὸ μπινεδόλουγκρες καὶ bi-γκοὺ-γκού. Εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος στάδιο ἀναπτύξεως εἶναι (καὶ φαίνεται, καὶ εὐθέως ὀνομάζεται) ὁμοφιλοφυλικό, ἢ κατὰ τὸν ἀείμνηστον Λυκέτσον, φιλομόφυλον (ἀθάνατες ἐποχὲς στὸ Βρωμοκαΐκειο).
Καὶ μὴ ξεχάσω: Σέβας στὴν ironick (βουλωμένο γράμμα διαβάζεις).
Ὁ δὲ χαλικούτειος ὁρισμὸς προτείνω νὰ συμπληρωθῇ καταλλήλως, διότι τὸ σπάω (καί ὡς ρῆμα δλδ) σαφῶς καὶ δὲν περιορίζεται στὶς ροδέλλες κι ἔτσι. Τὸ δὲ παράδειγμα εἶναι μᾶλλον ἀτυχές, διότι σιγὰ μὴν περίμενε ἡ γεροντόπουστα νὰ τὸν σπάσουν τ΄ ἀγοράκια. Ἡ μολυβήθρα της θὰ εἶχε προφανῶς ἀκράτεια ἀπὸ χρόνια.
Ἄλλο δαγκανομοῦνα κι ἄλλο μουνοδαγκάνα: Γιὰ προσέξτε ἡμέτερον μήδιον!
(ἀπὸ λίνκ ποὺ ἔστειλε ὁ ἐν Τευτονίᾳ παρεπιδημὼν ἀδελφός μας).
Ἐν περιλήψει ἡ μουνοδαγκάνα χρησιμεύει γιὰ νὰ κρέμωνται ἐλεύθερα τὰ μικρὰ χείλη, γιὰ νὰ ἐκτείνωνται τὰ μεγάλα, γιὰ νὰ φοριέται μόνιμος καθετήρ κύστεως (!) καὶ γιὰ νὰ στεγνώνῃ ἡ περιοχή, σὲ περιπτώσεις ὅπου ὑπάρχει λευκόρροια.
Μουνοδαγκάνες ὑπάρχουν μόνιμες (ἀπαιτεῖται piercing), καὶ μὴ μόνιμες (δὲν ἀπαιτεῖται φοίτησις εἰς τὸ Pierce College). Τὸ design εἶναι πράγματι εὑρηματικό.
Ἄβυσσος ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου!!!
Σέβας.
Οἱ Καλύμνιοι σφουγγαράδες ὡνόμαζαν τὸν σωλῆνα ποὺ τοὺς ἔδινε ἀέρα ἀπὸ τὸ κομπρεσσέρ μαρκοῦτσο. Τὸ -τσο προφέρεται πολὺ ἰδιόρρυθμα ἀπὸ τοὺς Καλυμνίους ὡς πολὺ λεπτό, κάτι σὰν ἀντίθετο τοῦ -tscho.
Τὴ λάκτα ἢ τὴ γκόμινα;
Σὲ προέκτασι τῶν γραφομένων τοῦ acg πρέπει νὰ γραφῇ καὶ γιὰ ποιόν λόγο ἔχουν οἱ Κύπριοι τόσους κουμπάρους: Ὑπάρχει τὸ ἔθιμο στοὺς κυπριακοὺς γάμους νὰ δηλώνῃ ὅποιος ἐκ τῶν παρισταμένων ἐπιθυμεῖ, ὅτι εἶναι καί αὐτὸς κουμπάρος, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ παραστέκει στὸ ζεῦγος. Μάλιστα ἡ δήλωσις γίνεται ἐγγράφως καὶ καταρτίζεται κατάλογος. Ἡ ἔκφρασις ποὺ λέγεται εἶναι «γράφομαι κουμπάρος». Ἡ ἐγγραφὴ συνοδεύεται ἀπὸ σταθερὸ χρηματικὸ ποσόν, κάτι σὰν παράβολο κουμπαριᾶς, τὸ ὁποῖο ἦταν τῷ 1990, ποὺ θυμᾶμαι, 5 λίρες Κύπρου. Μετὰ ἀπὸ 5 γάμους εἶναι ὅλοι κουμπάροι μὲ ὅλους.
Ἀπαραίτητος ἐπίσης ἡ μνεία τοῦ ν. 4000/1958 καὶ τῆς ὁμωνύμου ταινίας τῆς Φίνος (Δαλιανίδης), τοῦ 1962.
Nομίζω ἀπαραίτητες διάφορες λεπτομέρειες, ἐτυμολογικὲς κλπ, ὥστε ὁ ὁρισμὸς νὰ εἶναι πλήρης. Γιὰ νὰ μὴ γράφω τώρα, βλ. ἐδῶ.
Συνώνυμο ἐννοῶ τῆς βασικῆς σημασίας, ὄχι τοῦ παρόντος λήμματος.
Μένος>μανία>μανάω, -ῶ + καυλός
Κυριλὲ συνώνυμον καὶ τὸ ἐμπειρίκειον καυλοπυρέσσω.
Σωστός, ὀφείλαμε νὰ τὸ ἔχουμε βάλει.
Ὅμως εἶναι καὶ σλὰνγκ σὲ διαδικασία remake, ἂς εἶναι καλὰ ὁ Καραβαγγέλας.
Προτάσεις γιὰ τὸ νέο περιεχόμενο τοῦ ὅρου:
α. Ἐφοριακὸς ἐπιδεικνύων ὑπερβάλλοντα ζῆλον.
β. Ψηφοφόρος τοῦ Καραβαγγέλα στὴν Α´ Σαλονίκης.
γ. Ὑποψήφιος φορολογικὸς αὐτόχειρ, πεισθεὶς ὑπὸ τοῦ Μπένι ὅτι ὁ πρῶτος συμμετέχει σὲ ἐθνικὸ ἀγῶνα γιὰ τὴν Ἑλλάδα (ρὲ γαμῶτο), στὸν ὁποῖον ἡγεῖται ὁ δεύτερος.
Ψυχραιμία Mafie, τώρα ὅλα θ' ἀλλάξουν μὲ τὴ νέα μας τεσσαρακονταοκταμελῆ κυβέρνησι. Δὲν τὸ μάθατε στὴν Κρήτη;
Κατὰ τὰ ἄλλα, νομίζω καὶ ἐγὼ ὅτι τὸ περὶ κοινωνιολογίας τῆς Κρήτης θὰ εἶναι ὀφφτοπικὸ θέμα γιὰ ἐδῶ, καὶ κάποιος θὰ βρεθῇ νὰ μᾶς σιχτιρίσῃ, καὶ δὲν κάνει.
Δὲν τὸ ἔγραψα τυχαία· ὑπῆρχε, καὶ ἦταν τὸ ἀγαπημένο μου, καθ' ὅτι ἐξωτικό. Ἡ σημαία ἦταν μπλὲ-ἄσπρες ὁριζόντιες ρίγες, μὲ μιὰ παράσασι ἄνω ἀριστερά, ποὺ δὲν θυμᾶμαι. Ὑπῆρχε καὶ μιὰ ἀνδρικὴ φιγοῦρα προφίλ, ὄρθια, μὲ κάτι σὰν σαρίκι, σὰν Ἰνδὸς ένα πράμα.
Τὸ γούγλ δίνει μόνο μία καταχώρισι.
Ὑπάρχει καμμία σχέσι μὲ τὴν τσίμα τοῦ μπιλλιάρδου; Ἀκούει ὁ Χότζας;
Ἐδῶ εἶναι τὸν σωστὸ τὸ πράμμα, ὄχι τὸ #2.
Ἡ λέξις ἀποκτᾷ ἐλαφρῶς διαφορετικὸ ὖφος (ἴδια ὅμως ποιότητα) στὸ θηλυκό: Σουρουκλεμοῦ. Γεμίζει καὶ ὁ στόμας σου.
Παράδειγμα γνήσιο: Πρὸ ἀμνημονεύτων ἐτῶν καὶ βάλε σχολίασε ἡ μακαρίτισσα ἡ σλανγκομάννα μου μιὰ περίπτωσι, μὲ τὴν ὁποία ἔβγαινα, ὡς ἑξῆς: «Βρὲ παιδί μου, λίγο σουρουκλεμοῦ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ Βιβή;»
Ὁ ὁρισμὸς αὐτὸς εἶναι ἐσφαλμένος. Ὀρθὸς εἶναι ὁ ὁρισμὸς 1. Πρβλ καὶ Τριαντάφυλλο (ἀσχέτως ποὺ δὲν τὸν χωνεύω, ἀλλὰ ἂς μὴ μποῦμε σὲ ad homminem καταστάσεις) καθὼς καὶ ἐμπεριστατωμένο σχόλιο Χότζα καὶ πάσης Ἑλλάδος στὸ νταούφαρης.
Ἀρκαντὰν καὶ ντούκου-ντούκου. Σουρουκλεμὲς καὶ Νταούφαρης
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν παράθεσι τοῦ ἐνδιαφέροντος ἄρθρου. Πρέπει ὅμως νὰ παρατηρήσω ὅτι στὸ συγκεκριμένο ἄρθρο ἡ ἀναφορὰ στὶς σεξουαλικὲς σλαγκοσυσχετίσεις τοῦ σύκου εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου ἀτεκμηρίωτη. Δὲν στηρίζεται σὲ ἑδραῖα δεδομένα. Ἄλλο οἱ εἰκασίες καὶ ἡ πλάκες τῶν παρετυμολογήσεων, καὶ ἄλλο οἱ τεκμηρίωσι. Συνεπῶς ἐπιφυλάσσομαι ἐν οὐδετερότητι νὰ συνταχθῶ μὲ τὶς ἀπόψεις αὐτές, αἰτούμενος κρείσσονας ἀποδείξεις.