#1
aias.ath

in μαλακίων

Ἡ λέξι κίναδος (τό), στὸν ἀρ. 43, δὲν ἀνήκει στὸν κατάλογο αὐτόν.

Ὅπως ἐξηγῶ σὲ σχόλιο τοῦ λήμματος ἀλεποῦ, πρόκειται γιὰ σικελικῆς προελεύσεως λέξι τῆς ἀρχαίας, ποὺ κυριολεκτικῶς σημαίνει ἀλεποῦ, μεταφορικῶς δὲ πονηρός, ἀπατεών, ὅπως καὶ σήμερα ἡ ἀλεποῦ. Τὴ συσχέτισι μὲ τὴ λέξι κίναιδος ἔκανα ἐκεῖ χάριν ἀστεϊσμοῦ καὶ μόνον, γιὰ νὰ πειράξω τὸν φίλο καὶ σύσλαγκο Πονηρόσκυλο.

#2
aias.ath

in μπούρντισμα

Κυρίως ὅμως λέγεται τὸ «μουνουχίζω» ἢ «μουνουχάω» < εὐνουχίζω < εὐνή = κρεββάτι.
Ὡς βρισιὰ ἀπαντᾶται ὁ εὐνοῦχος ὡς «μουνούχας», μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔχει πχ τ' ἀρχίδια νὰ πάῃ νὰ πλακωθῇ στὸ ξῦλο γιὰ νὰ «καθαρίσῃ» ἢ νὰ βρῇ τὸ δίκηο του. «Μπῆτι μουνούχας εἶσαι ρέ, ποὺ σοῦ χερικώσανε τὴ γκόμινα καὶ τὸ κατάπιες σὰ χάπι· οὔστ κόττα λειράτη!»

Ἀπὸ τὴ λέξι «μουνούχας» φεύγει ἡ πρωτογενὴς ἔννοια «εὐνὴν ἔχω» καὶ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν «μουνὶ ἔχω».

#3
aias.ath

in ντούρντουλο

Στὸ ντούρντουλο δηλαδὴ ρίχνει λουκουμόσκονη!μαρίδα, ὅπως πετάει νερὰ στὴν παγανοντουντοῦλα;

#4
aias.ath

in ντούρντουλο

Ὁ Κανάκης στὸ Αἰγαῖο. Δύναμι. Χρειαζότανε. Τὰ πράγματα μπαίνουν στὴ θέσι τους, μετὰ ἀπὸ αἰώνων πλάνες καὶ παρερμηνεῖες.

Πολὺ καλὸ καί τὸ λῆμμα, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ συναφῆ.

#5
aias.ath

in κουμμουνόσκελη

Καλῶς τηνα κι ἂς ἄργησε. Κι ἔλεγα τὶς προάλλες, δὲ θὰ μοῦ τὴν πέσῃ καμμιὰ καρακροτάλω γι' αὐτὰ ποὺ γράφω;

Καλλίτερα ἂς πῶ τὸ δυνατό μου ξόρκι γιὰ νὰ γλιτώσω: ΤΖΑΣ-ΡΕ-ΧΟ-ποά-δωέ, τιγιά-σὲ-ραμεπή-φαπρέ!

#6
aias.ath

in γκουνιότα

Ἡ γκουνιότα εἶναι καὶ καλιαρντὴ λέξι, μὲ τὸ ἴδιο νόημα. Ταυτόσημον τὸ μαντὰμ-γκού. Τὰ ὑπόλοιπα σημαίνουν μὲν λεσβία, μὲ ἔμφασι ὅμως στὸ πλακομοῦνι καὶ ὄχι στὸ πρόσωπο.

#7
aias.ath

in σκατό

Ἡ λέξι «σκατὸ» εἶναι μιὰ ἐνδιαφέρουσα περίπτωσι λέξεως.

Οἱ περισσότεροι δὲν γνωρίζουν ὅτι πρόκειται περὶ ἀρχαιοελληνικῆς ἀπ' εὐθείας ἐπιβιώσεως τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὰ δύο θέματα τῆς λέξεως, μὲ τὴν ἴδια σημασία. Πρόκειται γιὰ τὴ διπλόθεμη λέξι σκώρ, ποὺ κλίνεται:
Τὸ σκώρ, τοῦ σκατός, τῷ σκατί, τὸ σκώρ, σκώρ. Πληθ. τὰ σκατά κλπ.

Σημαίνει ἀπόρριμμα, περίτωμα.

Ἡ ἔννοια «σκατὸ» τοῦ λήμματος προφ δὲν ἐννοεῖ ἀπόρριμμα, ἀλλὰ κάτι τόσο μικρό (ἴσως καὶ ἀσήμαντο), ὅσο ἕνα σκύβαλο > περίττωμα > σκατὸ μὲ τὴ σύγχρονη στενὴ καὶ καλή έννοια.

#8
aias.ath

in τούφα

Ὁ Μπόμπος ἤθελε, λέει, νὰ γεμίσῃ τοῦφες-τοῦφες παντοῦ, διότι ἡ ἀδελφή του μία εἶχε, καὶ εἶχε χεστεῖ στὸ τάλληρο.

Μεγάλη ἐφεύρεσι ἡ τοῦφα, κι ἂς τῆς φέρονται σκληρὰ αἱ σκληραὶ γυναίκαι μὲ τὰ ξουράφια, μὲ τὰ κεριά, μὲ τὰ λιβάνια...

#9
aias.ath

in φλου αρτιστίκ

Φλοῦ αrτιστίκ εἶναι ἡ πrοφοrά, δηλαδή. Τό πιασα φιλενάδα! Πάρε τώrα καὶ 5Χ2.

Ξέρει κανεὶς ἂν τὸ σωστὸ εἶναι φινιστρίνι ἢ φιλιστρίνι; Ἔχω ἀκούσει καὶ τὰ δύο.

#11
aias.ath

in εσύ που ξέρεις

Μιὰ ἀπάντησι ποὺ χρησιμοποιῶ συχνὰ γιὰ νὰ ξεμπλέξω εἶναι: «Δυστυχῶς ἔλλειπα σὲ κεῖνο τὸ μάθημα».

#12
aias.ath

in τούφα

Τὸ «μουνὶ» σχετίζεται ἀπόλυτα καὶ διαχρονικὰ μὲ τὴν ἔννοια «τοῦφα», ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσφάτως ἀνακαλυφθεῖσα ἐτυμολογία του (μουνί (σγχρ.) < μνίον (μεσ.) < μνοῦς (ἀττ.) < χνοῦς (ἀττ.) < ....), ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι νὰ εἶναι natutel, μὲ τὴ φοῦντα του. Σὲ τριχοφοβικὲς μουνοκαταστάσεις εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ βροῦμε ἄλλες λέξεις, πχ βερύκοκο (Ἐμπειρῖκος). Σὲ ἐνδιάμεσες καταστάσεις ὅμως, πχ Brasilian κλπ, θὰ δοκιμασθῇ πράγματι ἡ λεξιπλαστική μας ἱκανότης. Ἐμπρός, σλάγκαρχοι! Ἰδοῦ πεδίον δόξης λαμπρόν.

Προχθὲς ποὺ ἤμουν στὰ Θεσσαλονίκη, προσπάθησα εἰς μάτην νὰ ἐντοπίσω τὸ πατσατζίδικον «Ἡ Καμάρα», τῶν ἀδελφῶν Διδασκάλου, ὅπου ἔτρωγα δειλὰ-δειλὰ τὴ σοῦπα μου, σκέτο σκεμπέ, ἄνευ, ἄνευ καὶ ἄπαχο, κατὰ συμβουλὴν τοῦ ἑνὸς ἀδελφοῦ Διδασκάλου. Τότε, οἱ περισσότεροι μὲ θεωροῦσαν ψιλοφλῶρο γιὰ τὴν παραγγελία μου, ἀλλὰ τώρα ἀποκαταστάθηκα ἐπὶ τέλους, ἀφοῦ ὁ Πονηρὸς τὸ ξεκαθάρισε: > Αλλά είναι απολύτως ΟΚ και καθόλου φλώρικο να προτιμάει κανείς τον πατσά άσπρο, με λεμόνι και αλατοπίπερο. Τὸ βάζω ἔτσι, γιὰ νὰ τὸ ξαναδῶ, νὰ τὸ εὐχαριστηθῶ. Ὑπάρχει περίπτωσι νὰ ἄλλαξαν οἱ ἀπόψεις μὲ τὰ χρόνια; Σκέψου τί θὰ μοῦ ἔσουρναν τώρα, ποὺ ἔγινα τελείως ἀκρεωφάγος.

Ἐξαιρετικὸ λῆμμα.

#14
aias.ath

in χριστέμπορας

Σωστός! Καλὴ καὶ ἡ παρήχησι Χριστόδουλος-κοιλιόδουλος-χριστέμπορας.

Ὑπάρχει στὴν ἄλλη ὄχθη καὶ ὁ ἑλλαδέμπορος (καὶ -ας). Φυσικά, καμμία σχέσι κόστους-ὀφέλους μὲ τὸν χριστέμπορα...

#15
aias.ath

in κουμμουνόσκελη

Κατόπιν συζητήσεως μὲ τὸν προσωπικό μου Χότζα θυμήθηκα ἕνα παμπάλαιο ἀθηναϊκὸ λουμποκράξιμο, τὸ ὁποῖο τὸ ἔμαθα ἀπ' τοὺς παλαιότερους καὶ ὁριακὰ τὸ πρόλαβα καὶ ὁ ἴδιος:

«Ἀλάργα μωρὴ (*)! Καλέ, sκωτῶsτε την μὲ λουκουμόsκονη!»

Βλέπουμε ὅτι πάλι κάτι παίζει ἐδῶ μὲ τὸν κίναιδο καὶ τὸ νισεστέ, δηλαδὴ τὴ σκόνη τῶν λουκουμιῶν, εἴτε ὡς ἀλεῦρι εἴτε ὡς ἄχνη. Πιθανὸς ἐδῶ ὁ συσχετισμὸς καὶ μὲ τὸν παλαιότερο σλὰνγκ χαρακτηρισμὸ «λουκουμᾶς», γιὰ τοὺς μαλθακούς, ἀστράτευτους κττὅ.

Σημειώσεις:
1. Ὅπου * βάζετε κατὰ βούλησιν: Κροτάλω, πουρολουμπίνα, κρυφαδερφή, κορακοβλαστήμω, ξεκωλιάρα πριγκήπισσα κλπ, κλπ.
2. Τὸ s σημαίνει μία λεπτότερη προφορὰ τοῦ σ.

Σχετικῶς μὲ τὴν «θανατηφόρο» ἐπίδρασι διαφόρων ἡπίων μέσων, ὅπως ἡ λουκουμόσκονη:

Πρὸ ἐτῶν, ἕνας ὑπάλληλος κάποιας πρεσβείας στὴ χώρα μας, ποὺ δὲν ἄντεξε τὴν ἐκτέλεσι ἑνὸς φίλου του, ἔκανε ἀπόπειρα αὐτοκτονίας χρησιμοποιώντας, σύμφωνα μὲ τὰ δελτία εἰδήσεων, Depon καὶ Bailey's. Σὲ σχόλιό μου «Καλά, ρὲ πστ μου, μὲ Bailey's πῆγε κι αὐτὸς νὰ αὐτοκτονήσῃ;», ἀπαντᾷ ἡ γυναῖκα μου: «Καὶ τί ἤθελες δηλαδή, νὰ πάρῃ τσικουδιά»;

#16
aias.ath

in κουμμουνόσκελη

Ἡ λέξι νισεστὲ στὰ καλιαρντὰ σημαίνει βασικῶς ροῦχο. Ἀναλόγως τῶν συμφραζομένων προσδιορίζεται τὸ εἶδος τοῦ ἐνδύματος. Εἰδικότερα ἡ κάλτσα λέγεται νισεστὲ τουρτουά = ροῦχο τοῦ ποδιοῦ, εἶναι ὅμως δύσχρηστο καὶ δὲν ἀρέσει. Στὸ παράδειγμα λέει «...στὶς νισεστέ», ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσδιορίζεται ἐπαρκῶς σὲ ποιό ροῦχο φτάσαν τὰ μπλάντια.

Ἡ ἐνδεχομένη σχέσι τῶν δύο νισεστὲ (ἢ τριῶν, μαζὶ μὲ τὴ Χότζειο ἐκδοχή, ποὺ τὴν ἐπιβεβαιώνω καὶ ἐγώ) μὲ ἔχει ἀπασχολήσει πολύ, χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἡ τρίτη ἐκδοχὴ πρέπει νὰ προέρχεται ἐκ παρασυσχετίσεως τοῦ ἀλεύρου νισεστέ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο γίνονται τὰ λουκούμια, μὲ τὴν ἄχνη ζάχαρι, ποὺ προστίθεται κατόπιν, ἀλλὰ μοιάζει ἐπίσης.

Ὑπάρχει κι ἕνα παλαιὸ τραγουδάκι, ποὺ ἀναφερόταν στὴν Μανωλία τὴν πολιτευτοῦ, τὸ ὁποῖο οἱ μεταγενέστεροι συσχέτιζαν ἐξ ἀγνοίας μὲ τὸν ἀείμνηστο Μάνο Χατζηδάκη, τοῦ ὁποίου θυμήθηκα τώρα μιὰ στροφή:
...φτάσαν τὰ φλόκια τοῦ κατέ
στοῦ Μάνου ὡς τὶς νισεστέ...

#17
aias.ath

in κλαστεράτο λήμμα

Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, προτείνω τὴν μετονομασία των εἰς κλαστρολάγνους.

#18
aias.ath

in άλμπουρο

Ἤτανε παληὰ στῶν Παίδων μιὰ λουμπέσκω ἀναισθησιολόγα εἰδικευόμενη. Τὴν ξύπνησαν μιὰ νύχτα στὴν ἐφημερία καί, ὡς εἰκός, δὲν διέλαθε τῆς προσοχῆς της ἡ στῦσις ἑνὸς παρακοιμωμένου νεαροῦ γιατροῦ. Διηγεῖτο, λοιπὸν, τὴν ἄλλη μέρα σὲ μιὰ λοῦγκρα νοσοκόμα (ἀπ' ὅπου τὸ ἔμαθα): «Ξυπνάω, χρυσή μου, καὶ ντικέλω τὴ γουδέλα τοῦ Μιχάλη φακιροπίπιζα, καὶ παθαίνω ταράκουλο μάγκνουμ. Νὰ τοῦ βάλω ἕνα πανὰκι, νὰ τὸ κάνω ἱστιοφόρο, τὸ μανάρι μου».

Τὸ σκεπτόμουν μέρες τώρα, ὅτι χρειάζεται λίγη συστηματοποίησι καὶ μιὰ γραμματική, ἔστω καὶ σπαργανώδης. Μπράβο σὲ ὅλους. Ἴσως κάποτε προχωρήσουμε καὶ σὲ γλωσσικοὺς σλανγκονόμους, ποὺ θὰ κάνουν τοὺς ἀπανταχοῦ Μπάμπηδες νὰ μισήσουν τοὺς ἐρασιτέχνους...

Τὴν τιμητικὴ πρότασι Βράστα (μποκούς) τὴν ἔχω ἤδη ἀποδεχθεῖ ἀπὸ μόνος μου, διότι μελετῶ κάτι σὲ εὐρύτερο καλιαρντοπλαίσιο.

#20
aias.ath

in γαμίδι

Καλοί μου φίλοι, ὡραῖα ὅλα αὐτά, πλὴν ὅμως ἀδικήσατε βαρέως τὸ λῆμμα τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς ἀποθαρρύνθηκε ἔτσι ἕνας ἐνδεχομένως ἐνδιαφέρων καὶ ἐντὸς θέματος διάλογος.

Ἄποψις: Ἕνα καλὸ λῆμμα δὲν ἀρκεῖ νὰ ἐπιβραβεύεται μόνο μὲ ἀστέρια ἐπιδοκιμασίας (κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς δὲν ἐνδιαφερόμαστε ἴσως τόσο πολύ), ἀλλὰ καὶ μὲ ἐνδιαφέροντα ἐμπλουτιστικά, λογοπαικτικά, εὐφυολογικά, ἐτυμολογικὰ καὶ ἄλλα, κάπως σχετικὰ ὅμως σχόλια. Ἀλλέως πέως τὸ λῆμμα, οὕτως εἰπεῖν, «κλάνεται» μετὰ πολλῶν ἀστέρων. Καθίσταται δηλαδὴ λῆμμα «κλαστερᾶτο» (σκέπτομαι νὰ τὸ ἀνεβάσω, τί λέτε;).

Ἐπὶ τοῦ θέματος, τώρα, νομίζω ὅτι τὸ πιό ἐνδιαφέρον μέρος τοῦ λήμματος εἶναι τὸ «τρίβιο», διότι:
1. Ἀξίζει καὶ ὡς ἀνεξάρτητο λεξιπλαστικὸ λῆμμα (ἀνέβασέ το φίλε Χάν).
2. Ἀναφέρεται σὲ σημαντικὴ ψυχοπαθολογία, κυρίαρχη σὲ ἕνα ἐξουσιαστικὸ σύστημα, ποὺ πνίγει (ἰδίως παλαιότερα) τὴν Ἑλληνικὴ κοινωνία, καὶ τὸ ὁποῖο ὁ Γιανναρᾶς ἔχει ἐπαρκῶς ἀποκαλύψει, μὲ πολλὴ τόλμη.
3. Διότι, στὴν συνηζημένη του ἐκφορά, παίζει μὲ τὴν κλασσικὴ σλὰνγκ ἔκφρασι «ἄ γαμίδια» < ἄει γαμίδια (ὑπάρχουν φυσικὰ καὶ ἄλλες μορφές, ἐξικνούμενες μέχρι καὶ αὐτοῦ τοῦ «ὁμηρικοῦ» λήμματος ιά και γαμήσου).
4. Διότι συνεχίζεται ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, διὰ τὸ ἄν τὸ ἀγαμίδιον συνεχίζει νὰ θεωρεῖται ὡς τοιουτιέν, στὴν περίπτωσι ποὺ την κουνάει την αχλαδιά. Οἱ ἱεροὶ κανόνες δὲν εἶναι ἀπολύτως κατηγορηματικοί.

#21
aias.ath

in γαλοπούλα Τουρκίας

Grafiti ἀπὸ οὐρητήριο στὴ Μιννεάπολι:

If Miles Stendish had shot a cat instead of a turkey, we would all eat pussy for Thanksgiving.

#22
aias.ath

in μπομπιντού

Τὴν παλαιὰ ἐποχὴ γινόντουσαν τέτοια ἀτυχήματα μὲ τὶς φουσκωτὲς σιλικόνες στὰ ἀεροπλάνα. Μιλᾶμε γιὰ καταστροφή!!!

#23
aias.ath

in περίεργος

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ gay-curious παίζει καὶ τὸ ἁπλό, παραδοσιακὸ καὶ καταξιωμένο queer, ποὺ σημαίνει περίεργος, ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι προκαλεῖ τὴν «περιέργεια», τὸν ξενισμό, σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸ curious, ποὺ ἔχει περιέργεια γιὰ κάτι.

#24
aias.ath

in αρχιδόλουτρο

Ὅταν μοῦ λιάζει ὁ ἥλιος τ' ἀρχίδια, εἶναι κι αὐτὸ ἐντὸς ὁρισμοῦ;

#25
aias.ath

in ρουφιανόβγαλμα

Παραπέμπει περισσότερο στὸ παδὶ τοῦ ρουφιάνου.

#26
aias.ath

in λούγκερι

Νὰ τὸ γιορτάσουμε, λοιπόν!
Ἀφοῦ ἔφερε ὁ πονηρὸς τὸν καμπανίτη, νὰ φέρω ἐγὼ τὴν τοῦρτα (βλ. μήδιο)

#27
aias.ath

in μπάμπαλο

Σωστά, ἤλεκτρον. Ἐπίσης καὶ ἀρκοῦδα 3.

#28
aias.ath

in αλβανόσκαγια

Μὲ τέτοια σκάγια, ἡ μόνη περίπτωσι νὰ γλυτώσῃ, εἶναι νὰ μήν τὸν πάρῃ κανένα. Ὑπάρχουν γιὰ τέτοιες περιπτώσεις τὰ πλαστικά, ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ ἀπὸ διάφορες ἀστυνομίες. Βάζεις 2 τέτοια φυσίγγιαμπροστά, καὶ πίσω ἕνα κανονικό, γιὰ τὴν περίπτωσι ποὺ ἐπιμένει ὁ «λεγάμενος»...

#29
aias.ath

in γάλλος

Μὲ αὐτόν τὸν ὁρισμό, ἡ γραφὴ εἶναι μὲ ἕνα «λ».

#30
aias.ath

in απορδοσκελώ

Μήπως ἡ λέξι (ἂν ὑπάρχῃ) ἀποτελεῖ παρερμήνευσι καὶ παραντίληψι τῆς συνθετικῆς λέξεως «ὑπερδιασκελῶ»; Δὲν τὴν ἔχω προσωπικῶς ἀκούσει, θὰ μποροῦσε ὅμως κάποιος νὰ τὴ συνθέσῃ, ἀπὸ τὴν μεῖξι τῶν λέξεων «ὑπερ-βαίνω» (ἐμπόδιο ποὺ ἔχει ὗψος) καὶ «διασκελῶ» ἢ «διασκελίζω» (ἐμπόδιο ποὺ ἔχει πλάτος), τὸ ὁποῖο στὴν καθομιλουμένη ἐμπλουτίζεται μὲ ἕνα «ρ» καὶ γίνεται «δρασκελῶ». Τὸ φαινόμαινο τῆς ἀντιμεταθέσεως συμφώνων δὲν εἶναι καὶ σπάνιο (ὑπερδιασκελῶ > ἀποδιασκελῶ > ἀποδρασκελῶ > ἀπορδασκελῶ > ἀπορδοσκελῶ, ὅταν ἔχῃ χαθεῖ πλέον καὶ τὸ νόημα καὶ ἡ μπάλα....)