Ιρονίκ: σίγουρα έχουν όλοι οι σημαντικοί μουσικοί σήμερα μουσική παιδεία, αλλά ο όρος βρωμιάρης δεν αναφέρεται σε αυτή αλλά στην πρακτική του μινιμαλισμού στη σύγχρονη ροκ. Αλλά νομίζω ότι δεν έχει και τόση σημασία πια. Το λήμμα μπήκε και κάποιος ασχολήθηκε. Ζήτω το Σλάνγκ!
Ε, όχι και το έχω κάψει! Εδώ ο ιρονίκ συνδέει την garage με τον Ξενάκη!
Ενδελεχέστατη και εμπεριστατωμένη ανάλυση. Ωστόσο, είναι τελικά θέμα σχετικότητας. Για τους πραγματικούς otaku υπάρχουν λεπτές διαφορές. Οι υπόλοιποι δύσκολα ξεχωρίζουν τη διαφορά.
Στην Ιαπωνία πρόκειται για τους περίφημους Otaku. Βλ. μύδι.
Φανταστείτε το διάλογο:
- Έλα ρε μαν, πού ήσουν;
- Φιλέα, πήγα σε μια φοβερή συναυλία με κάτι βρωμιάρηδες που τα σπάγανε τρελά!
- Ποιοί παίζαν;
- Ξενάκις, Τζον Κέητζ, Στηβ Ράιχ, Φίλιπ Γκλάς. Γαμάουα! Ήταν να έρθει κι ο Στοκχάουζεν, αλλά δεν μπόρεσε.
- Πω ρε φίλε! Τζαμάουα!
Επίσης και άλμπουρο (= κατάρτι). Η χρήση απαντάται στην αλησμόνητη αισθησιακή ελληνική ταινία «Οι γκόμενες του Ρέντη και τα παιδιά της πιάτσας», όπου ειπώθηκε από τον ταξιτζή που πηδά στη θάλασσα μετά τη συνεύρεση με τουρίστρια («Σ' αρέσει το άλμπουρο;»).
Γκάγκα αναφέρεται ως η μύτη στα τούρκικα. Είναι λέξη που χρησιμοποιείται πολύ στην παραδοσιακή ναυπηγική. Έτσι, γκάγκα είναι τμήμα της πλώρης του πλοίου, ενώ γκάγκαλης είναι παλιό πλοίο της Μαύρης Θάλασσας με ιδιαίτερα κυρτή πλώρη. Έτσι ενισχύεται η ετυμολογία της λέξης από το ξύλο-αμπάρα, αλλά ίσως εμφανίζεται και η πιθανότατα να ονομάζονταν έτσι η Αθηναίοι-Αρβανίτες λόγω της γαμψής τους μύτης.
Μπορώ να παραθέσω ένα σχετικό ανέκδοτο, ίσως έχει σχέση:
Η μαϊμού είναι στο δέντρο και κάνει μπάφο. Περνάει η σαύρα, την προσκαλεί η μαϊμού και απολαμβάνουν μαζί το χόρτο. Την πιάνει δίψα τη σαύρα από την πολλή σούρα και πάει να πιεί νερό. Στο ποτάμι βρίσκει τον κροκόδειλο, του λέει ότι η μαϊμού έχει πρώτο μαροκινό και ο κροκόδειλος αποφασίζει να πάει να δοκιμάσει. Καθώς πλησιάζει στο δέντρο τον βλέπει η μαϊμού και λέει: «Αμάν ρε σαύρα! Πόσο νερό ήπιες ρε πούστη;»
Ο αναμάρτητος πρώτος το μενίρ βαλέτω, όπως λένε και στο Αστερίξ. Ευχαριστώ για τη διόρθωση.
Ο Jesus έχει δίκιο. Κάποιος λαογράφος Αντωνιάδης περιγράφει πως στη Μικρά Ασία όταν γινόταν ο αραβώνας τρατάριζαν τον υποψήφιο γαμπρό χυλόπιτα, μια πίτα που αποτελούνταν από τηγανήτες σαν κρέπες με κιμά ανάμεσα στις στρώσεις. Ακόμα κι αν δεν επετύγχανε συμφωνία ο υποψήφιος έλεγε ότι τουλάχιστον έφαγε τη χυλόπιτα.
Η έκφραση προέρχεται από τον τίτλο της κωμωδίας του Λουί ντε Φινέ Le Petit Bagneur (Ο Μικρός Κολυμβητής) (1968).
Γιατί όμως «νονός»; Τί νόημα έχει η παρουσία του νονού μας όταν βήχουμε ή φταρνιζόμαστε;
Αν δεν κάνω λάθος ο τίτλος των Παλαιολόγων πωλήθηκε από έναν από τους απογόνους στο βασιλέα της Γαλλίας. Οι πρόγονοι του Ντεγκρέτσια ήταν πιθανότατα έμποροι ρέγγας.
Αλί, ένα ολόκληρο πρωί δούλευα δίπλα στην εν λόγω λαϊκή και το μόνο που μπόρεσα να αλλιεύσω ήταν αυτό. Ούτε καν ένα «Φρέσκα ψάρια απ' το Συρράκο». Οι λαϊκές δεν είναι πια αυτό που ήταν...
Ο όρος «αρτζιμπούτσιον» νομίζω δε χρησιμοποιούνταν κατά το 19ο αιώνα και τα τυφέκια της εποχής είχαν γίνει γνωστά ευρέως πια ως καρυοφίλια. Όσο για το λουλά, επίσης κανείς τότε δε χρησιμοποιούσε πια στήριγμα για το όπλο του.
Μαγεία... (και σπεκ, αλλά μου θυμίζει το σπεκ, ένα είδος καπνιστού χοιρινού της Βόρειας Ιταλίας)
Από το τσατσά (=ματρώνα οίκου ανοχής) και το γριά;
Μπορούμε να αναζητήσουμε και τον κουμπάνο με παρόμοια σημασία (Αιτωλία). Άσχετο: Μπάμπουρας είναι ένα πολύ ωραίο μαγαζάκι στο Θησείο (οδός Θορικέων) σε ήσυχο μέρος με ωραίο κόσμο.
Η λέξη ακρίνα χρησιμοποιούνταν για τις οργανώσεις διαφώτισης βάσης του ΚΚΕ την εποχή του Εμφυλίου στις πόλεις. Μήπως σε κάποια κείμενα περί φυλακών εισήχθηκε από πολιτικούς κρατουμένους;
Μεταξύ κατσίκας και τσιμεντογωνίας τί να επιλέξει άραγε κανείς;
Συχνά ο όρος ματσακονεύω και ματσακονιά χρησιμοποιείται από αρχιτέκτονες, τοπογράφους, μηχανικούς και τα συναφή για να ορίσουν ότι κάναν μια γρήγορη δουλειά και «στρώσαν» τα στοιχεία τους ώστε να φαίνονται ότι όλα είναι εντάξει. Ένα είδος επαγγελματικής «λαμογιάς» δηλαδή που δεν ενέχει απόλυτα την έννοια της απάτης.
Φλόμπες, πατόζες, βαλούτες και μπαλότσες δεν έχουν θέση εις το λεξιλόγιον μου.
Σύμφωνα με τους μετεωρολόγους η Βωβουπόλεις έχουν αναπτύξει ξεχωριστό κλίμα σε σχέση με το υπόλοιπο λεκανοπέδιο με 2-3 βαθμούς μέση ανώτερη θερμοκρασία.
Οι αρχαιολόγοι χρησιμοποιούν το λόγιο όρο «ιχθυάκανθα» για παρόμοια διακοσμητικά μοτίβα σε αρχαία αντικείμενα.
Από που όμως προέρχεται η έκφραση μπαμπαλής; Από το μπαμπάς;
Υπάρχει και ως θολοκουλτούρας.
Να προσθέσω και το ρήμα γκαγκανιάζω, που σημαίνει ξεραίνομαι, μένψ πολύ ώρα χωρίς νερό.
Πρόγονός μου.