#1
Μιτζνούρ

in τουμπεκί

Άλλο ο καπνός και άλλο η ετυμολογία του.
Ο καπνός είναι εισαγωγής από την Αμερική (αφού ανεκαλύφθη) μαζί με την πατάτα, την τομάτα, το καουτσούκ, τη σίφυλη και τους Bush πατέρα και γιο.
Η λέξη طبق tabbaq είναι αραβική και σημαίνει δρόγη / βοτάνι δλδ φυτό φαρμακευτικό και είναι γνωστή από τον 9ο αι. δλδ πριν ανακαλυφθεί η Αμερική. Εντούτοις υπάρχει και η μαρτυρία ότι έτσι περίπου έλεγαν και οι ιθαγενείς Arawak ή Maipure ένα είδος πίπας για κάπνισμα, ενώ τον καπνό τον έλεγαν cohiba.

#2
Μιτζνούρ

in μπαγλαρώνω

Mήπως η ακόλουθη ατάκα, πραγματική, διευρύνει τον πιο πάνω ορισμό κατά τι;

Όχι ρε! Πρώτο πήδημα εκτός οικογενείας! Γιατί από τα δεκατέσσερά μου, στο χωριό, με είχε μπαγλαρώσει ο μπάρμπας μου...

#3
Μιτζνούρ

in συνείσακτη

subintroductae και agapetae (αγαπηταί). Βρε, Khan, μ' έκανες και το έψαξα. Στην αρχή νόμιζα πως είναι ευφυολόγημα δικό σου. Υπάρχει πολλή φιλολογία πίσω από τη λέξη, απόκρυφα κείμενα κ.ο.κ.
Και δεν περίμενα από ένα μογγόλο τόση ευστροφία!

Vrastaman... με απογοήτευσες. Τελικά δεν είμαι και τόσο;
Δε φτάνουν τα συμπτώματα;
Με την Mes δεν έχω ακόμα πάρε δώσε. Με τἦν Σιδηρά Φίλη όμως... (Ironpal) ανταλλάξαμε μερικούς επικοδομητικούς διαξιφισμούς

#5
Μιτζνούρ

in μάγκας και νταής

Ωραίος ο Μάγκας... εννοώ τον Ερανιστή.
Όντως η μάγκα (λέξη που χρησιμοποιήθηκε και από τους έλληνες στην Επανάσταση) σημαίνει στρατιωτική μονάδα, και αντιστοιχεί περίπου στο τουρκικό buluk και το ελληνικό λόχος. (Κατά τα άλλα βλ. Σχόλιο Ερανιστή). Όταν χανόταν η κεντρική διοίκηση ή δεν μπορούσαν να πληρωθούν (διότι οι αγωνιστές πληρώνονταν κατά την Επανάσταση) γίνονταν άτακτοι κλπ κλπ.
Devs συγνώμη, κάνεις λάθος
HODJAS δραξ, εκ του δράττω, είναι 'ότι χωράει μια χούφτα'. Μεταφορικώς λίγοι.

#6
Μιτζνούρ

in μπαταξής

Ξέχασα να πω ότι οι πνευματικοί καθοδηγητές των Bektaşi ήταν ο dede (αντίστοιχο του guru στους ινδουιστές) λέξη από την οποία προέρχεται και το γνωστό επώνυμο Δέδες

#7
Μιτζνούρ

in βλάμης

Ο.Κ. georgegreek
Οι βλάμηδες ήσαν αδελφότητες ανδρών οι οποίοι όφειλαν αμοιβαία προστασία, υποστήριξη. Επικύρωναν τη σχέση τους με μια ιεροτελεστία η οποία συνίστατο στο εξής: Στερέωναν στο έδαφος έναν άξονα πάνω στον οποίο προσάρμοζαν μια ρόδα από κάρο έτσι που να γυρίζει ελεύθερα. Άναβαν φωτιά από κάτω και άρχιζαν να χορεύουν. Κάποια στιγμή κάποιος έριχνε πάνω στον τροχό ένα καριοφίλι γεμάτο, το οποίο θερμαινόταν κι εκπυρσοκροτούσε. Ο κοινός κίνδυνος ή και ο θάνατος κάποιος από αυτούς ήταν η αιματηρή, ή παρά λίγο αιματηρή επισφράγιση της σχέσης τους. Η σχέση ήταν ισόβια, ισχύε εξίσου μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων και ήταν ένας τρόπος ειρηνικής ρύθμισης της κατάστασης μεταξύ των κοινοτήτων. Πιθανώς το έθιμο ξεκίνησε από Bektasi.
Η βλάμισσα ήταν μια κοπέλα που έπαιζε το ρόλο του μασκώτ της αδελφότητας (manga). Ορκίζονταν σ' αυτήν, όφειλαν να την προικίσουν και να την παντρέψουν αλλά δεν μπορούσε να παντρευτεί κανένα από τη manga της οποίας ήταν βλάμισσα επί ποινή θανάτου και των δύο.

#8
Μιτζνούρ

in μπαταξής

HODJAS σωστά τα περί μπαταξή. Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του Bektaşi. .
Το Ισλάμ, πέραν της γνωστής αδρής διαίρεσης σε Shia και Suna, είχε κι ένα μεγάλο αριθμό ταγμάτων με ιδιαίτερη διδασκαλία (παραδὀσεις και μουσική) τους λεγόμενους sufiyim, οι οποίοι μερικές φορές θεωρούνταν αιρετικοί και διώκονταν. Το πιο γνωστό είναι οι Στροβιλιζόμενοι Δερβίσιδες (του Malawana κατά κόσμον Jalal adDin arRumi). Η ιδιαίτερη διδασκαλία καθενός από τα τάγματα αυτά λέγεται tarika (Οδός). Οι Bektaşi είναι μια tarika από τις σημαντικότερες στα Βαλκάνια, και σήμερα είναι δραστήριοι στη Βοσνία, στην Αλβανία και την Τουρκία, όπου συμφύρονται συχνά με τους Alewit. Παλαιότερα οι tarika αυτές δέχονταν ως μέλη τους και μη μουσουλμάνους. Κατά την Τουρκοκρατία πολλοί έλληνες ήσαν Bektaşi χωρίς να παύουν να είναι χριστιανοί. Αυτοί θεωρούνταν μεταξύ τους αδελφοί και δεν πολεμούσαν. Ένα τραγικό παράδειγμα ήταν αυτό του Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος ήταν Bektaşi κι επειδή αρνούνταν να πολεμήσει εναντίον ορισμένων τούρκων που ήσαν επίσης Bektaşi κατηγορήθηκε ως προδότης, φυλακίστηκε στην Ακρόπολη και τελικώς εκτελέστηκε από τον Ιωαννη Γκούρα. Φαίνεται πως πολλοί Bektaşi αργότερα εξετράπησαν ή με το πρόσχημα ότι είναι Bektaşi εξαπατούσαν, κι έτσι η λέξη πήρε τη σημερινή σχετλιαστική σημασία. Σε παρακαλώ δες σχόλιό μου στις λέξεις Αγύρτης και Βλάμης.

#9
Μιτζνούρ

in καματερό

Παιδιά μπράβο, και δυο φορές μπράβο στον/την ΜΧΣ

#10
Μιτζνούρ

in Αρτέμης Μάτσας

Υπάρχει τέτοια φράση; Δεν την είχα ξανακούσει. Τον αηδίαζα και χωρίς να το ξέρω. Ο δε Νέστορας.... άλλος μπούλης!

Ο σκληροπυρηνικός δεν είναι απαραίτητα άκαμπτος ή αντιδραστικός. Για παράδειγμα, η Ironpal (για τους άλλους Ironick) είναι μεν σκληροπυρηνική του Slang.gr αλλά δεν είναι ούτε άκαμπτη, ούτε αντιδραστική

#12
Μιτζνούρ

in πένα

Στην πένα, σημαίνει 'τόσο καλό ώστε να το καρφώσεις στην πένα και να το δείχνεις χωρίς να κρύβεις τίποτε, αφού όλα του είναι τέλεια'. Μια εναλλακτική διατύπωση είναι à quatre épingles (σε τέσσερεις καρφίτσες) δηλαδή δεν πατάει στο έδαφος

#13
Μιτζνούρ

in καματερό

Αυτό αποτελεί ακόμα μια απόδειξη ότι πολλές σημασίες, ακόμα και προφορές, μένουν στην κοινή, απροσποίητη λαϊκή γλώσσα, ακόμα και όταν έχουν αλλάξει για τους λογίους.
Η πρώτη λέξη στο παράδειγμα είναι: είκοσι. Δεν ξέρω πώς διορθώνεται. Sorry

#14
Μιτζνούρ

in τακίμι

Από το αλβανικό takim = συνάντηση, takoj = συναντώ.
Ο φίλος, σύντροφος είναι sok συναφές με το λατιικό soccus, εξ ου societas (σχέση ατόμων, κοινωνική οργάνωση, εταιρεία) > society κ.ο.κ. Η παράθεση γίνεται διότι το soccus πιθανότατα είναι δάνειο από τηνβενετο-ιλλυρική ρίζα, από την οποία προέρχεται το αλβανικό.

Καταπληκτικέ Nakas, σε παραδέχομαι. Ξέχασα να ετυμολογήσω. κοντραμπαντο < ιταλ. contrabbando < ιταλ. contrabando από contra- αντι- και bando απαγόρευση. bando < υστερολατιν. bannum < φράγκικο ban = απαγόρευση, < υστερογερμανικο *bannan δηλώνω, διατάζω, απαγορεύω < πρωτογερμ. bannen αποκλείω, απαγορεύω, πιθ. πρωτογενής σημασία μιλάω δημόσια, < πρωτο-ιαφεθιτικό μορφημα *bha- μιλάω. Κι εξ αυτού, φημί και φήμη

Θα μου επιτρέψεις μια φιλική παρέμβαση.
Η λέξη είναι dıvar, με το τουρκικό ı (χωρίς τελεία) που προφέρεται σαν το ρωσικό ы, βαθιά. Εμείς λέμε 'ντουβάρι' επειδή δεν έχουμε αυτόν το φθόγγο

#17
Μιτζνούρ

in μούτζα, μούντζα

Έρχομαι τελευταίος και καταϊδρωμένος να πω....
ότι μπορεί όλα τα περί μούντζας να μην ήταν ορισμός,
αλλά ήταν καλή, σωστή, εμπεριστατωμένη δουλειά και πραγματική αποθησαύριση. Εδώ λέγονται τόσα και τόσα χαλαρά. Το περιεχόμενο να μένει.
Το ''Λεξικό των Σλαγκ Όρων της Ελληνικής'' θα βγει από το site, αλλά το site δεν είναι 'Λεξικό των Σλαγκ Όρων της Ελληνικής'', αλλά χώρος καλλιέργειας και μην το γελάτε.
Φιλιά σε όλους.

#18
Μιτζνούρ

in κατσαριδάκι

Σιγά... Είχα το λευκόφαιο του 1965, 6-βολτο, πίσω φώτα (είχε ρε!) και φλασ πορτοκαλί μεγέθους χαρτομάντηλου. Το πήγα στην Αρτοτίνα (Δωρίδος πάνω στα Βαρδούσια) και κυκλοφορούσε θαυμάσια με τέσσερα δάχτυλα χώμα μέσα στο... πώς το λέγανε; ποπυ περνούσε η βενζίνη πριν τα μπεκ; Μέτραγε και τα χιλιόμετρα. Το πήρα 165000 και το άφησα 294000. Δε ζήταγε τίποτα εκτός από βενζίνα και λάδια. Πολύ λάδι όμως!

#19
Μιτζνούρ

in καρικοδέ

ζέλα;ζέλα;ζέλα;ζέλα;ζέλα; επαυξάνω

#20
Μιτζνούρ

in κατάθεση ψυχής

Αχ... Λιοντάρι μου!
Κατάθεση ψυχής έκανες κι εσύ...

#21
Μιτζνούρ

in καψομούνα

Η λέξη είναι σκωπτική και μάλλον δεν έχει σχέση με μαγκάλια.
Ίσως να έχει σχέση με το ότι το καίει από τη χρήση ή ότι 'καψώνεται' και το ζητάει.

Εν τούτοις στα χειρόγραφα και ζωγραφισμένα με το χέρι πανάκριβα ημερολόγια του μεσαίωνα, Les Heures, υπήρχαν απεικονίσεις χωρικών γυναίκων που άνοιγαν τα πόδια τους μπροστά στο τζάκι. Θα εντοπίσω κάποια και θα βρω κάποιον που ξέρει νε την ανεβάσει.

#22
Μιτζνούρ

in κερχανάς

kerhaneci ο ελληνιστί νταβατζής, από τον ταβά (δίσκος σερβιρίσματος) διότι ήταν αυτός που συνήθως κερνούσε τους καφέδες. [Αυτά μου τα είπαν άλλοι, να ξηγιόμαστε]

#23
Μιτζνούρ

in κιβούρι

Το ότι υπήρχαν τέτοια κιβώρια πάνω από την Αγία Τράπεζα το ξέρουμε από τη διήγηση (Χειρόγραφα Βασιλικής Παρισινής Βιβλιοθήκης) ότι κατά το 31ο έτος της βασιλείας του Ιουστινιανού, κατά τη διάρκεις επισκευών έπεσε το τοιχείο του τρούλου και κατέστρεψε το κιβώριο, την Αγία Τράπαζα και τον άμβωνα.

β) είδος ποτηριού κατά τον Θεόφραστο. Σε κιβώριο μάλιστα κατά τον Ηγήσανδρο (Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου) ο ποιητής Ευφορίων, κι ενώ του είχαν γεύμα στο Πρυτανίο, μέθυσε και ούρησε.
Αυτό είναι το λατινικό ciborium, το σχήμα του οποίου μοιάζει με το Ιερό Δισκοπότηρο (της Θείας Κοινωνίας). Το σκεύος αυτό ονομάστηκε έτσι διότι μοιάζει με τη στεφάνη με ποδίσκο του αιγυπτιακού φυτού KBR (μοιάζει με του βελανιδιού αν αφαιρεθεί ο καρπός). Είναι ο 'αιγύπτιος κύαμος' που αλλού χαρακτηρίζεται και ως κολοκασία, και είναι το κυπριακό κολοκάσι, βασική πηγή υδατανθράκων και πρωτεϊνών στην αρχαία Αίγυπτο.
Όλα αυτά τα γράφω με εκτίμηση για τις προσπάθειές σας. Απλώς είμαι πολλά χρόνια στο κουρμπέτι, λόγω ηλικίας.

#24
Μιτζνούρ

in κιβούρι

Nakas έχεις δίκιο. Έγραψα μόνο για το κιβώριο που με είχε εντυπωσιάσει. (Έτσι κι αλλιώς δεν είναι slang αλλά είναι endangered Greek και η Iron θα μας συγχωρήσει).

Λοιπόν η λέξη κιβώριον έχει δύο προελεύσεις και δύο σημασίες. α) κιβούρι = φέρετρο, τάφος < μεταβυζαντινό κιβούριν / κιβούριον < ελληνιστικό (της ελληνιστικής Κοινής) κιβώριον < εβραϊκό קבר (k'eber) τάφος. Φυσικά στο πλαίσιο της ναοδομίας και εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής πήρε τη σημασία που αναφέραμε.
Η αρχή βρίσκεται εδώ:Ἀπὸ τὰς περιγραφὰς τοῦ ἀνωνύμου προσκυνητοῦ τῆς Πλακεντίας (περ. 570 μ.Χ.) καὶ τοῦ Ἀρκούλφου (679-688 μ.Χ.) συνάγεται ὅτι ὁ Πανάγιος Τάφος, ἀρχικῶς, ἦτο λαξευμένος εἰς μονόλιθον, περίκλειστος μὲ δακτυλιόσχημον τοῖχον, εἰς τὸ μέσον μεγάλου πλατώματος καὶ ἐστεγάζετο μὲ κιβώριον ὑποβασταζόμενον ἀπὸ κιονίσκους. (Κατεστράφη από τον Αλ Χακήμ στις αρχές του 11ου αι.) Υπήρξαν και ανάλογα κτίσματα, όπως: Δυτικῶς τῆς ἁγίας Ἀποκαθηλώσεως καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τοῦ ἱεροῦ Κουβουκλίου, ὑπάρχει μαρμάρινον κιβώριον, τὸ ὁποῖον ἀνήκει εἰς τοὺς Ἀρμενίους, κι εκεί πιστεύεται ότι από κει παρακολουθούσαν τη σταύρωση οι γυναίκες ( Λουκάς κγ’, 49).

#25
Μιτζνούρ

in εβραίος

Πρόσθεσε στα 'τσιγκούνης, σπαγγοραμμένος'και το τσιφούτης για να έχεις όλη τη γκάμα.
Να σημειωθεί ότι οι εβραίοι της Ελλάδας, μεταξύ τους, χρησιμοποιούν το Shailοck, το όνομα του εβραίου στον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ.
cifut αλβανικά σημαίνει εβραίος, ισραηλίτης

#26
Μιτζνούρ

in εβίβα!

εὐ-οὶ εὐ-άν επιφωνηματική έκφραση που αποτελείται από τα εξής στοιχεία: εὐ (επίρρημα) καλώς, οὶ ( = ᾧ αρχαϊκή αναφορική αντωνυμία αρσ. δοτική, πριν γίνει διάκριση μεταξύ ο και ω και πριν τι 'ι' γίνει υπογεγραμμένη και πριν οι αλεξανδρινοί κατακυρώσουν τη δασεία και την περισπωμένη), ἀν (ευχετικό μόριο που ανέλαβε αργότερα λειτουργία υποθετικού μορίου). Αυτά για να σε πείσω (στον aias.ath μιλώ) ότι τα ελληνικά τα αγαπώ όσο κι εσύ. Άλλωστε, ούτε δυο βδομάδες στο χώρο (από τις οποίες την πρώτη έψαχαν πώς μπαίνουν) σ' έχω ήδη εντοπίσει ως καλό ελληνομαθή. Σέβομαι την άποψή σου αλλά τη θεωρώ βεβιασμένη. Πιστεύω ότι το 'εβίβα' μας ήρθε αυτούσια εκ της εγγυτάτης ημίν εσπερίας (ήγουν) της Ιταλίας, ομού μετά των αντίο, αντιάμο, μίλε μπάτσι, βίρα (τις άγκυρες), καναβάτσο, πόπολο (και ποπολάρος), ρεπουμπλικάνος κ.ο.κ. Πάντα με σεβασμό.

Παροιμίες ίσως να μην έχουν θέση στο slang.gr αλλά έχουν θέση στην ελληνική γλώσσα και θα έπρεπε όντως να αποθησαυριστούν, όπως και εκφράσεις που φανερώνουν δεισιδαιμονίες που χάνονται, π.χ. ...κι αλήθεια λέω (για κάποιον που φτερνίζεται ενώ μιλάει), χτύπα ξύλο, δάγκωσε τη γλώσσα σου, κουνήσου από τη θέση σου κ.ο.κ. Προσωπικά, στη λέξη 'μάγκανο = καυγάς' παρἐθεσα ως παράδειγμα μια φράση όπως ακριβώς την ακουσα, αλλά πρέπει να μου την είπε ως παροιμία, διότι δεν πήγαινε 100% στην κουβέντα. Της είχα επισημάνει ότι οι γείτονές της ενοχλούνταν ότι συντηρεί γουρούνι στην αυλή της, και απαγορευόταν μέσα στον οικισμό

Νομίζω ότι θα έπρεπε να γραφτεί: τονε βλέπεις (το -ε- δεν έχει θέση στο 'βλέπεις'. Είναι επίθεμα που απλώς επιβεβαιώνει το -ν- του 'τον' που στα νέα ελληνικά τείνει ν' αποσιωπηθεί. Πρβλ. αυτήνε, αυτόνα, τονε είδα... γι' αυτό και παραμένει άτονο παρά το ότι μοιάζει με δισυλλαβο). Μην το πα΄ρει κανείς κατάκαρδα.

#29
Μιτζνούρ

in καυλιάρης

Για αντικείμενα: μπορεί και να σημαίνει ζόρικο, νευρικό, πάρα πολύ καλό... τόσο που προκαλεί διέγερση (σα γυναίκα)

Για το έτυμον έκαναν εύστοχες παρατηρήσεις ο Panos1962 και ο GATZMAN στο καβλιάρης. Καυλός (με υ) είναι βοτανολογικός όρος και σημαίνει τον καρπό που μοιάζει με αυτόν του καλαμποκιού (η άτρακτος με τα σπόρια μαζί). Ο Γεώργιος Κωστής στη Φαρμακολογία του (1855) όπου αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά σε δρόγες (φάρμακα που παρασκευάζονται απ' ευθείας από φυτά) περιγράφει τους καρπούς ορισμένων φυτών καυλώδεις δλδ με ατρακτοειδές στέλεχος και τα σπόρια απ' έξω.

Και όλα αυτά τα τάληρα, τάλαρα, δολάρια κ.λ.π. από το λατινικό talantum από το ελληνικό (ή και προελληνικό αλλά ελλαδικό, του μείζονος ελλαδικού χώρου) τάλαντον, το οποίο ήταν ένα παραλληλόγραμμο κομμάτι χαλκού, η μορφή με την οποία εμπορεύονταν τον χαλκό, κυρίως από την Κύπρο. Η λέξη δεν ετυμολογείται πληρέστερα και είναι πολύ μεγάλη για να μην είναι σύνθετη. Άρα είναι προελληνική ή εμπορική άγνωστης ρίζας
πρβλ Κύπρος, Kupfer, cuivre, coper κ.ο.κ.