τι είναι ξύλινη σλανγκ, είναι όπως η ξύλινη γλώσσα, τυποποιημένες εκφράσεις που τις λέμε γιατί βαριόμαστε να πούμε κάτι πρωτότυπο;
Οκ, και μπορούμε να αναφέρουμε το τυχόν στην ετυμολογία
Λέγεται και καμιά, (όχι καμία) αλλά όχι πάντοτε. πχ λες:
πάμε καμιά Αράχοβα;
αλλά όχι
δεν πας καμιά στην κουζίνα;
γιατί άραγε; συνωμοσία της βιομηχανίας κωλόχαρτων;
Κάτι σαν
Ι am like «είσαι μαλακισμένη» and she says like «είσαι και φαίνεσαι» κλπ κλπ
ενδιαφέρον, δεν το ήξερα... και μάλλον πρέπει να μπει ως δεύτερος ορισμός. Εδώ το μία μάλλον έχει την έννοια του like που λένε οι αγγλόφωνοι
Πάντως είναι κάτι που δεν απαντά στο γραπτό λόγο. Και πρέπει να είναι σχετικά νέο, όχι παλαιότερο από δεκαετία 90. Αν δεν το πεις σλανγκ, πώς θα το χαρακτήριζες;
Το σχόλιο της Galadriel έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ορισμό. Εγώ συμφωνώ με την Galadriel, δηλαδή γκαγκανιάζω σημαίνει διψάω πολύ
7 νομά γιατί χασικλήδικο;
Μόνος μου ρε, κουλουριάζομαι σαν το φίδι. Φίδι στο στρατό λέγεται αυτός που αποφεύγει τις αγγαρείες
να προσθέσω και τα:
πανακρίβου
επιπέδου
το δεύτερο μάλλον είναι τόσο συνηθισμένο που δεν είναι σλανγκ, αλλά είναι της αυτής μορφής
salina, ο ορισμός που έδωσα (δύο χάντρες περασμένες σε ένα κορδόνι) ίσχυε για το μπεγλέρι τότε (δεκαετία 90). Δες και το σχετικό βίντεο. Προτείνω να δώσεις τον ορισμό που λες εσύ ως πρόσθετο ορισμό στο μπεγλέρι
σωστό αυτό! οκ ανέβηκε 2ος ορισμός στο μπεγλέρι
ημίφθογγο;
Προ αισθητικής χειρουργικής, κολλούσαν τα αυτάκια με σελοτέιπ. Η δικαιολογία ήταν ότι όπως το παιδί κοιμάται, το διπλώνει και έτσι επιτείνεται - διαιωνίζεται το πρόβλημα
Θα διαφωνήσω με την τελευταία παράγραφο, δεν χρειάζεται να είναι κανείς τακακιοφάγος (δηλ. να πατάει συχνά φρένο), αρκεί να οδηγεί με υπερβολικά χαμηλή ταχύτητα (φρένο - ξεφρένο) για να προκαλέσει συμφόρηση - εκνευρισμό
Αρχές δεκαετίας 90, στο λύκειό μου, είχε ξαναέρθει στη μόδα, αλλά το λέγαμε μπεγλέρι
Να προσθέσω επίσης ότι το λήμμα προέρχεται μάλλον από τον ήχο που κάνει ο κινητήρας, ο οποίος ήχος κατά τον ομιλητή προδίδει την έλλειψη τόσο ιπποδύναμης όσο και συντήρησης
Προέρχεται από σαρδάμ ανταποκριτή τηλεόρασης: αντί για «η κοπή της πίτας» είπε «το κοπή τη πίτα»
ωχ πώς μου ξέφυγε... καλύτερα να σβηστεί το παρόν
Εγώ το ξέρω ως χρατς χρουτς
γαϊδουροκαβαλαρίες το λέγαμε παιδιά, αλλά μόνο μέσα στη θάλασσα, όπου ήταν παιχνίδι, προσπαθούσαμε να ρίξουμε κάτω τους άλλους καβαλάρηδες
Ο ζουγανέλης είχε τραγουδήσει: Για να μείνεις εκτός νόσου, μοναχός σου εκτονώσου
Τι σημαίνει όμως η έκφραση; ότι χαίρεται;
και η έκφραση είναι κουνάει, όχι ακουμπάει αυτάκια, άρα σαν να μη στέκει η ετυμολόγηση, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος :)
Το παράδειγμα τι άσχετο με το λήμμα!
Αγνοήστε το παραπάνω ^ Αλέξανδρος ΙΙ ήταν ο δεύτερος δίσκος για τον Αλέξανδρο...
O Αλέξανδρος o Μέγας δεν ήταν ο Αλέξανδρος ΙΙ (371–369 πΧ) αλλά ο Αλέξανδρος ΙΙΙ.
τραχανάς στο φαστφουντάδικο!
(Στον πληθυντικό φυσικά, όπως είπαμε και πιό πάνω, δέν υφίστανται διαφορές.)
Όμως εδώ κάτω στο Νότο αυτό με τα σκυλάκια θα το λέγαμε:
Πέθαναν, αυτά δεν τους είχαν κάνει αντιπεθανικό...
Και παρομοίως το παράδειγμα παραπάνω με τα (ουδέτερα) παιδάκια
Άρα ή βρήκαμε μια διαφορά Β - Ν και στον πληθυντικό (αλλά μόνο στο ουδέτερο και μόνο στην αντωνυμία, όχι στο άρθρο) ή το τους/τα είναι προσωπική επιλογή του καθενός και δεν έχει να κάνει με βορρά - νότο
ετυμολογία;
αντί + α + βαλος;