Έχω ακούσει και τήν απάντηση «από δώδεκα χρονώ το παίζεις, εμέvα ρωτάς;»
Σε παλιά ναυτιλιακά βιβλία (πιλότοι κλπ) υπήρχε η έκφραση «φανός σκαρδαμύσσων» για τον φάρο που αναβόσβηνε
Παλιότερα, τις γραμμές του γηπέδου, ιδίως του ξερού (= χωρίς χόρτο) τις χάραζαν και τις τόνιζαν χρησιμοποιόντας ένα καροτσάκι παρόμοιο μ' εκείνο της οικοδομής, τριγωνικό προς τα εμπρός, που ειχε μιά τρύπα στην μύτη, ακριβώς πίσω από τη ρόδα απ' όπου έπεφτε ασβέστης. Αν η ρόδα πατούσε πάνω στό αχνάρι ο ασβέστης έγραφε τη γραμμή σωστά. Αν το γήπεδο ήταν χωράφι, ή ο χειριστής αλμπάνης, η γραμμές έβγαιναν σα σκοτωμένα φίδια
Το πρώτο τό συνήθιζε ένας θείος μου για τη σούπα.
Για το δεύτερο θυμάμαι πρόχειρα κάποιον τύπο, όταν αρχίσαν τα πτωτικά φαινόμενα (στα όρια του πέφτω -δεν πέφτω, ξερνάω - δεν ξερνάω) να ψιθυρίζει «Ήμουνα σ' ένα άσπρο σύννεφο και βρέθηκα σ' ένα μαύρο χάλι». Μια φράση 100% απ' τα κόκκαλα βγαλμένη.
Αρχιδοσπάστης ονομαζόταν και το τεπόζιτο των παλιών μηχανακιών (πρίν τα παπάκια κλπ) και των πρώτων μοντέλων ΜΖ που τελείωνε κάθετα στην σέλα (όποιος βρει φωτο ας βάλει) κι όταν φρέναρες γλιστρούσες μπροστα στο πλαστικό κάλυμμα της σέλας και σταματούσες με τ΄αρχιδια στό τεπόζιτο. Οι γιαπωνέζοι πρώτοι έβαλαν τεπόζιτα με μιά ανηφορική καμπυλότητα στις μοτό για να το γλυκάνουν το πράμα.
Στο «Νόημα της ζωής» (The Meaning Of Life) των Monty Pythons, στην αρχή της σκηνής στο εστιατόριο (πριν μπει ο αδηφάγος χοντρός που τελικά εκρήγνυται) ο πιανίστας τραγουδάει ένα ασμάτιο που περιέχει σχεδόν όλα τα συνώνυμα του πέους στα αγγλικά. Ξεκινούσε (στους υπότιτλους) « Είναι ωραίο να έχεις πέος είτε είσαι νύν, είτε είσαι τέως...»
Η έκφραση ξεκίνησε στα τέλη των 80ς ως «Αρντάν ζωή και κίνηση, το βράδυ Αυτοκίνηση» από τη γνωστή (τότε) ντισκοτέκ, και βέβαια οι λέγοντες κυριολεκτούσαν.
Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη μπορεί να είναι και μια ωραία σούπα...
Ή μια έκφραση προιόν μαστουροφιλοσοφίας...
Στη ίδια κατηγορία, έχω ακούσει το άνοιχτος ως αντίθετο του ανοιχτός
πχ - Για δες, έχει κανένα ανοιχτό (ενν. μπουκάλι) στο ψυγείο;
- Όχι, ειναι όλα άνοιχτα
υποθέτω οτι λένε το νιπτήρα λαβομάνο
Το έχω ακούσει και ως μαμαδογιαγιαδίστικο χαρακτηρισμό του εν γένει «περίεργου» χωρίς σεξουαλικό προσδιορισμό
Αυτή η κάτάληξη είναι καθαρά προσφυγική και μάλλον των παραλίων όπου «βρέ, τους πούστηδες» γίνεται « βρε, τσι πούστρηδοι» με το «ρ» για ευφωνία. Επίσης «τσι κλέφτρηδοι». Αυτό το «ρ» δέν μπαίνει πάντα αλλά είμαι άσχετος για να πω κανόνα πότε μπαίνει και πότε όχι. Απλά τό λέω μεγαλόφωνα και ακούω άν μου κολλάει ή στο αυτί.
Το έχω ακούσει απο παλιές γυναίκες, πρόσφυγιες, αλλά με την έννοια οτι εκείνες είναι αδαείς σε τεχνικά θέματα, πρακτικές κλπ. Συγκεκριμένα, κάποια που ήθελε να ανοίξει το επάνω μέρος ενός γκαζοτενεκέ με σκεπάρνι για να τον κάνει γλάστρα (ναί!! - τόσο παλιά) και δεν τα κατάφερνε ώσπου επιλήφθηκε ο γείτονας είπε την έκφραση και την πρωτοάκουσα παιδάκι, στα early-early 70s.
Και το «ν' αδειάσω τ' άντερά μου, να γεμισω τά δικά της» αντί του «σιγά μην τη γαμήσω, αυτή». Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια... καθότι στον λέγοντα αρέσει αυτή αλλά δεν του κάθεται, τον σνομπάρει κλπ κλπ
tipp-ex;;; στον καιρό μου το λέγανε blanco, υπήρχε μόνο σε υγρο με πινελάκι στο μπουκάλι σαν τα μανό, και όταν επήζε έπαιρνες διαλυτικό του blanco έριχνες μέσα και το φραπέδιαζες μανιωδώς μπας και λιώσουν οι κόμποι (εξ ού και τζατζίκι = blanco στην τοτε φανταροσλάνγκ).
Τό blanco έκανε ευδιάκριτη κρούστα και οπωσδήποτε βαραινε και το τζόκεϋ.
Αργότερα το διαλυτικό (τετραχλωράνθρακας ) απαγορεύτηκε.
Πρόλαβα (πριν το στρατό) και ένα κόκκινο διαφανές μανό για διορθωτικό στις γραφομηχανές.
Μάλλον όταν πήγα φαντάρος υπήρχαν στήλες, δεν είχαν βγεί ακόμα οι σειρές...
ζευγάρι γερόντων, για να κάνει σέξ, ανταλλάσσουν καθετήρες!!
ανοξείδωτο αποκαλούσαν οι Ιταλοί τον Αντρεότι που πάντα ήταν μέσα σ' όλα τα σκάνδαλα απο το '48 κι εδώ και ποτέ δεν τον δέσανε
Και ακόμα «Γάμα τη βάνα, μπάρμπα!»=Μην ασχολείσαι με τη βρύση, θείε
Α, ναι! Και δεν το άκουσα ποτέ με άρθρο να ξερω το γένος του παρόλο που το χρησιμοποιούσαν μέχρι προσφατα η μάνα μου κι οι θειές μου
Ουσιαστικό, που μπαίνει στο παράδειγμα όπως ειναι, στη θέση του αλικομπενί. Ορθογραφία έβαλα την ηχητική (όλα γιώτα), άν και θα μου φαινόταν πιο σωστο το «αλικόντυση» γιατί με παρέπεμπε σε ρουχισμό, αλλά ήταν δικός μου συνειρμός (άρα μάλλον άσχετος).
Απάνω τους χωριανοί...
Θυμήθηκα το '97 που δούλεψα για λίγο στο μέσα μπαρ σκυλάδικου (εκεί που εκτελούνται οι παραγγελίες απο τα τραπέζια) ένα γκαρσόνι που έφερνε την εξής γραπτη παραγγελία: 1 αψολι (ενν 1 μπουκάλι absolute)
Νομίζω οτι ο όρος δημιουργήθηκε στα '60ς όταν έρχονταν ο 6ος στόλος στον Πειραιά και, κατι η καύλα των ναυτακιών, κάτι η ισοτιμία δραχμής - δολλαρίου (1$= 30 δρχ) σε εποχή που το χιλιάρικο ήταν σεντόνι, άρα λίγα γι αυτούς αλλά πολλά για μας, και τα γατόνια τους πασάριζαν ό,τι πιο φτηνιάρικο σε τιμές τρελές (για μας) πχ ρολόγια επίχρυσα για μασίφ κλπ. Βλέπε και σχετικές ταινίες της εποχής.
@ ΑΛΛΟΣ Σόρι για τον όψιμο σχολιασμο (τώρα το εμαθα, τώρα μπήκα) αλλά το παιδεύω τον καιρό του ρητού δεν σήμαινε εκ-παιδεύω, διδάσκω κλπ; Δηλ. οι αμαρτίες (λάθη, σφάλματα κλπ) των γονιών να διδάσκουν τα παιδια (να μην κανουν τά ίδια). Τώρα πως το παιδεύω κατέληξε τυραννώ, βασανίζω ειναι για μεγάλη κουβέντα
Εχω ακούσει και το « άλλαξ' ο κολιές κι έγινε μπρασελές» που κάνει ρίμα μόνο του, με την ίδια σημασία αλλά πιό πολλή ψευτομαγκιά στη εκφορά του (ο μπρασελές πιο αργόσυρτα, λίγο πιο παχύ το λλ αλλά όχι Σαλονικιό, κολιές- μπρασελές πιο τονισμένα κλπ)
Στα πλοία, το να αλλάξεις τα πετρέλαια σημαίνει το να αλλάξεις το καύσιμο απο diesel που καίνε οι μηχανες ενόσω το πλοίο εκτελεί ελιγμούς στο λιμάνι (μπρός, πίσω, αργά, ολοταχώ κλπ) σε fuel (IFO 180) που χρησιμοποιείται κατα τον πλού στην ανοχτή θάλασσα και αντίστροφα.
Σημ.: Το fuel (όπως το λένε οι ναυτικοί) ειναι παχύρρευστο (σαν αραιωμενη πίσσα) και δεν ευνοεί τις απότομες αυξομειώσεις των στροφων της κύριας μηχανής, ενώ το diesel ειναι πιό βολικό για ελιγμούς. Από κει και η έκφραση « το γύρισε στο diesel » για κάποιον πού πούστεψε στα γεράματα...
Με την ίδια σημασία η γιαγιά μου (από τη Σκάλα των Βουρλών) χρησμοποιούσε τη λέξη «αλικόντισι» - της οποίας δεν ξέρω την ορθογραφία...
Στα ελληνικά των αθλητικών δημοσιογράφων, ο όρος «αερομαχία -ες» σημαίνει την διεκδίκηση της μπάλας στον αέρα, μεταξύ επιτιθεμένων και αμυνομένων, για να πάρουν την κεφαλιά, συνήθως ενώ χτυπιέται στημένο.
Κάποτε αυτές τις λέγαμε «περιλήψεις»