Γυναίκα με τον χαρακτηριστικό ελληνικό σωματότυπο, τουλάχιστον κάποια χρόνια πριν, χαμηλού αναστήματος και μεγάλης περιφέρειας. Συνώνυμο της χαμηλοκώλας, αυτή που περπατώντας, τα πόδια της βρίσκουν στα οπίσθια.

- Το κολάν τη μάρανε την κοντοκλώτσα... Λίγο ακόμα και ο κώλος της θα σκουπίζει το πάτωμα!

Οι Απαράδεκτοι, "Γαλλική κουλτούρα". Στο 4:00. (από patsis, 04/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κοντός/-ή, συνώνυμο του πρώτο μπόι.

- Κοίτα να δεις που κάνει και τον νταή, η κουβαρίστρα δέκα νούμερο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις τέλεια + τρελό. Καταπληκτικό, σούπερ ουάου.

- Για πες, πάμε ΣΚ Ναύπλιο;
- Τρέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που γίνεται αλοιφή από υπερβολική χρήση αλκόολ ή άλλων ουσιών.

- Άσε, χθες βγήκα με τα παιδιά και να τα κεράσματα, να τα σφηνάκια, φιλτιμπίνι έγινα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άπειρος και ανόητος άνθρωπος που περνιέται για μεγάλο γατόνι.

- Κοίτα ρε το κωθώνι του ναυτικού, που επειδή ο μπαμπάς είναι το αφεντικό, νομίζει πως μπορεί να γαμάει και να δέρνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος δεν μπορεί να κάτσει σε μια μεριά, είτε λόγω άγχους είτε λόγω χαρακτήρα.

- Πάλι θα βγεις ρε Μπάμπη; Τι θα γίνει με την πάρτη σου, κωλομυρμηγκίδα έχεις; Όλη μέρα γυρνάς δεξιά και αριστερά, θα πέσεις απ' τα πόδια σου καμιά ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτός ή αυτή που κατά συρροή μπλέκει με τα λάθος άτομα.

Πού να σταυρώσω γκόμενο, αφού έχω τον μαλακομαγνήτη! Ο τελευταίος μού' σκασε ξαφνικά το παραμύθι πως ο γκουρού του τού είπε πως η σχέση μας βλάπτει την αύρα του!!

(από Khan, 04/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified