Αντιπαθητικός παππάς, συνήθως με μεγάλα γένεια
Ήταν ένας τραγόπαππας εκεί, δεν μας άφηνε να καπνίσουμε...
Αντιπαθητικός παππάς, συνήθως με μεγάλα γένεια
Ήταν ένας τραγόπαππας εκεί, δεν μας άφηνε να καπνίσουμε...
Got a better definition? Add it!
Βασανιστής, δήμιος, τύραννος (>τζελατεύω ή τζιλατεύω).
Η μαμά στο παιδί της που ενοχλεί το μικρό του αδελφάκι: Μη τζιλατεύεις το αδελφάκι σου!
Got a better definition? Add it!