Η παιχνιδιάρα και ζωηρούλα (περί το ανδρικό φύλο) νεαρά, η τσαχπινογαργαλιάρα.

Μπορείς να απευθύνεις τη λέξη κατά πρόσωπο εάν έχεις οικειότητα με το άτομο, αλλιώς περιορίζεσαι να την χρησιμοποιείς σχολιάζοντάς το με τρίτους.

- Έλα δω βρε σουρλουλού, για πού τό 'βαλες πάλι;
- Είναι μια σουρλουλού αυτή, ουαί κι αμάν αμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε κάτι με το έτσι θέλω, παρά τις αντιρρήσεις της άλλης πλευράς. Συνώνυμο του καλά και σώνει ή του αμέτι μουχαμέτι.

Διαφώνησα μαζί τους, αυτοί επέμεναν ντε και καλά κι έτσι θέλοντας ο βλάχος, μη θέλοντας ο ζωγράφος, βάλανε στον Χριστό κόκκινα τσαρούχια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλώρος: το παιδί της μαμάς, το μοσχαναθρεμμένο. Φλωρούμπας: ο φλώρος σε υπερθετικό βαθμό.

Πού να ξέρει καλέ τούτος ο φλώρος από γκομενοδουλειές;

Το πτηνό φλώρος. Ετυμολογείται από δώθε ο φλωρούμπας ή ου; (από Khan, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι διαφορετικό από το αναμενόμενο για να μην καρφωθώ, να μην προδοθώ, για να παραπλανήσω, ρίχνω στάχτη στα μάτια.

Κάθε βράδυ μόλις φεύγει ο άντρας της για τη δουλειά τρέχει να τον συναντήσει. Κάτι μυρίστηκε ο άλλος, κάτι ακούστηκε στη γειτονιά, και αυτή η πονηρή τα τελευταία βράδια μένει σπίτι για ξεκάρφωμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τορνευτές γάμπες που στο σχήμα μοιάζουν με λαμπόγυαλο (το γυάλινο κάλυμμα εκείνης της παλιάς λάμπας με το φιτίλι που έκαιγε με φωτιστικό πετρέλαιο).

Περνάει πάλι απ' έξω η Ιωάννα με τις γάμπες λαμπόγυαλο (sic).

(σημείωση: η Ιωάννα ήταν 22 χρονών κούκλα και η σχολιάζουσα Έλλη μια πάνχοντρη μαντάμ που όλα τα ήξερε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτρινιάρης, χλωμός.

Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.

Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θριαμβεύσαμε.

- Πήγαμε, παρουσιάσαμε το πρόγραμμά μας, τους πήραμε τα σώβρακα και φύγαμε.
- (ο συνεργάτης μας) Και τις φανέλες μαζί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλα λέει ο ένας και άλλα καταλαβαίνει ο άλλος, είτε γιατί είναι βλάκας είτε γιατί είναι αφηρημένος.

Μάνα: - Κοίτα! Μαύρισε ο ουρανός. Έρχεται μπόρα.
Κόρη: - Εντάξει ρε μάνα. Τό 'σπασα το ποτήρι. Τί να κάνουμε τώρα;
Μάνα ή τρίτος συνομιλητής: - Άιντέεε! τρία πουλάκια κάθονται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντάσσεται με το ρήμα έχω. Είμαι βλαμμένος, έχω μεγάλη τρέλλα.

Μην του απαντάς. Θα γίνει καυγάς. Τούτος έχει χοντρή φελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε ακριβώς ό,τι δεν θέλαμε να γίνει και τώρα βρισκόμαστε μπροστά στο ανεπιθύμητο αποτέλεσμα.
Συνώνυμα: ήρθε κι έδεσε, τώρα μάλιστα!, τη βάψαμε!

Το ξέρασες; Μα εγώ μυστικό στο είπα βρε βλογημένε. Ωχ! σία κι αράξαμε...

(από Khan, 08/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified