Χαζός, άμυαλος. Επίσης θηλ. σερσέμα και ουδ. σερσέμικο.
Ποιος ασχολείται με τον σερσέμη; Δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε;
Χαζός, άμυαλος. Επίσης θηλ. σερσέμα και ουδ. σερσέμικο.
Ποιος ασχολείται με τον σερσέμη; Δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε;
Got a better definition? Add it!
Η ξινή γυναίκα, η στριμμένη, η ξινόφατσα.
- Πφ! περιμένεις να σου πει καλό λόγο η ξινομούνα! Απ' το πρωί που μπήκε όλα τη φταίνε, άλλα την ξινίζουν, άλλα τη βρωμάνε.
Δες και ξινομουνίαση.
Got a better definition? Add it!
Φλώρος: το παιδί της μαμάς, το μοσχαναθρεμμένο. Φλωρούμπας: ο φλώρος σε υπερθετικό βαθμό.
Πού να ξέρει καλέ τούτος ο φλώρος από γκομενοδουλειές;
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για τον βλάκα, που έχει δηλαδή χαμηλό δείκτη ευφυΐας.
Τι να περιμένει κανείς απ' αυτόν που έχει άι κιου ραδικιού;
Δες και όταν έβρεχε ο Θεός μυαλα εσύ κράταγες ομπρέλα. Δες και αϊ κκιού ζέρο στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Άλλα λέει ο ένας και άλλα καταλαβαίνει ο άλλος, είτε γιατί είναι βλάκας είτε γιατί είναι αφηρημένος.
Μάνα:
- Κοίτα! Μαύρισε ο ουρανός. Έρχεται μπόρα.
Κόρη:
- Εντάξει ρε μάνα. Τό 'σπασα το ποτήρι. Τί να κάνουμε τώρα;
Μάνα ή τρίτος συνομιλητής:
- Άιντέεε! τρία πουλάκια κάθονται...
Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, πούτσο κλαίγανε, τον, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, καλά κρασιά!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε σε κάποιον που με τον λόγο του δοκιμάζει να απαξιώσει την ποιότητα της εργασίας μας.
Η κομμώτρια το λέει αλλιώς: σαλιγκάρια κουρεύουμε;
Φυσικά και ήξερα την απάντηση! Για τί μας πέρασες δηλαδή; Εμείς τί δουλειά κάνουμε; Μπρίκια κολλάμε;
Βλ. και εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;
Got a better definition? Add it!
Το ζεστό πολτώδες ή κολλώδες φαγητό (π.χ. πουρές, ψωμί) που, άμα το φας αμέσως και βιαστικά, κάθεται βαρύ στο στομάχι.
- Μόλις το ξεφούρνισα το εξαφάνισα και μού 'κατσε σαν μπλάστρι.
Got a better definition? Add it!
Κιτρινιάρης, χλωμός.
Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.
Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;
Got a better definition? Add it!
Βρήκαμε τον μπελά μας, μας πήρανε χαμπάρι και εκτεθήκαμε.
Δεν μπορούσες να κρυφτείς να μη σε δει; Τη βάψαμε τώρα!
Got a better definition? Add it!
Ο χέστης φαντάρος ή γενικά στρατιωτικός, μάλλον λόγω του ωραίου μεν, εύθρυπτου δε.
Τί να περιμένει κανείς από έναν κουραμπιέ;
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!