Ο ταλαιπωρημένος τύπος, ο καημενούλης, ο ένα μάτσο χάλια.

- Συνάντησα στον δρόμο σήμερα ένα κακοτράχαλο ανθρωπάκι... Με κοιτούσε, τον κοιτούσα, τον λυπήθηκα κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πήρε κουράγιο, αναθάρρησε.

- Τι χαρούλες είναι αυτές; Ξέχασες που είχες πυρετό πριν; Εμ βέβαια, πήρε η ψείρα σου ζουμί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανέξυπνος άνθρωπος, που δεν πιάνεται με τίποτα.

- Νόμιζες πως θα τον ξεγελάσεις, ε; Εμ ο άνθρωπος είναι σπίρτο μοναχό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που μας συνέβη ήρθε στην πιο ακατάλληλη στιγμή.

Τι; Χάλασε το πλυντήριο; Μάλιστα! Θαύμα! Τα βρήκαμε τα λεφτά μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρήκαμε τον μπελά μας, μας πήρανε χαμπάρι και εκτεθήκαμε.

Δεν μπορούσες να κρυφτείς να μη σε δει; Τη βάψαμε τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω πολλή δουλειά. Συνώνυμο του τρέχω και δεν φτάνω.

- Έχω πολλές δουλειές, μη με απασχολείς. Δεν βλέπεις; Πήρε φωτιά ο κώλος μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι η πυγολαμπίδα. Αν το πούμε όμως για κάποιον, εννοούμε ότι είναι πανέξυπνος, ότι δεν πιάνεται με τίποτα.

- Αυτός είναι κωλοφωτιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε στον αργόστροφο που μέχρι να αντιληφθεί τι συμβαίνει περνάει ο κρίσιμος χρόνος. Συνώνυμο του έρχομαι κατόπιν εορτής ή του φέξε μου και γλίστρησα ή του τελευταίος και καταϊδρωμένος

- Ωχ ωχ ωχ! Τώρα χαμπάρισες τι έγινε; Καλά, καλημέρα κι έφεξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε κάτι με το έτσι θέλω, παρά τις αντιρρήσεις της άλλης πλευράς. Συνώνυμο του καλά και σώνει ή του αμέτι μουχαμέτι.

Διαφώνησα μαζί τους, αυτοί επέμεναν ντε και καλά κι έτσι θέλοντας ο βλάχος, μη θέλοντας ο ζωγράφος, βάλανε στον Χριστό κόκκινα τσαρούχια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή ήταν της μόδας λίγο μετά το 1970. Υπονοούσε την ερωτική σχέση ή πράξη.

Την έβγαλε βόλτα την Κικίτσα. Λίγο από δω την είχε, λίγο από κει, τι να σου λέω τώρα, να, σούξου μούξου μανταλάκια και τα ρέστα καραμέλες...

Βλ. και σχετικά λήμματα σούξου μούξου, κουκουρούκου μανταλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified