Ο τάχαμ σπουδαίος. Διατυπώνεται ειρωνικά ως «η αφεντομουτσουνάρα του» και αυτοσαρκαστικά ως «η αφεντομουτσουνάρα μου». Αντικαθιστά οπωσδήποτε το όνομα, όπως λέμε ο εξαποδώ, η επάρατος νόσος κ.λ.π.

Νομίζεις θα κάτσει να δουλέψει η αφεντομουτσουνάρα του; Ενώ εμείς οι πληβείοι τη βάψαμε...

Η αφεντομουτσουνάρα του. (από joe909, 30/09/11)...και η αφεντοτσουτσουνάρα του.  (από joe909, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη περιγράφει υποτιμητικά τον σπανό άνδρα. Συνήθως ο προσδιορισμός αυτός αντικαθιστά το όνομα του άνδρα.

- Ποιος το είπε;
- Ο σπανομαρίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε κάποιον που με τον λόγο του δοκιμάζει να απαξιώσει την ποιότητα της εργασίας μας.

Η κομμώτρια το λέει αλλιώς: σαλιγκάρια κουρεύουμε;

Φυσικά και ήξερα την απάντηση! Για τί μας πέρασες δηλαδή; Εμείς τί δουλειά κάνουμε; Μπρίκια κολλάμε;

Βλ. και εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καράπουτάνα: πιο πουτάνα και από τις πουτάνες (ο διπλός τονισμός της λέξης συνηθίζεται).
Καράπουταναριό: σόι γεμάτο καραπουτάνες (ή αλλιώς ακόμη πιο μεγενθυμένο: καράπουτανάρες).

- Ήμαρτον Χριστούλη μου! τί να περιμένει κανείς από το καράπουταναριό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος με τα λεφτά των άλλων (περί το 1960 φιλάνθρωπός τις ονόματι Καραμουρτζούνης έστηνε στις άκρες των πεζοδρομίων χτιστούς κουμπαράδες για να συλλέγει τον οβολό των περαστικών και να κάνει αγαθοεργίες).

- Για τι με περνάς καλέ; Καραμουρτζούνης είμαι εγώ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα πουτανέ και πονηρή συνάμα.

Είναι αυτή μια καρακαηδόνα! Ωχ μανούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια γυναίκα χάλια μαύρα.

Όσο να βαφτεί και να χτενιστεί καρακατσουλιό είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελαίνομαι, δεν βλέπω μπροστά μου από τα απίθανα που ακούω
Επίθ.: σαλταρισμένος.

Άσε, σαλτάρισε ο τύπος με τις εξηγήσεις που του έδωσε η γκόμενα.

(από GATZMAN, 21/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παίρνω, τσαντίζομαι χοντρά.

Συφιλιασμένος: ο οργισμένος.

Εκεί που καθόμασταν και τα λέγαμε, μου το σκάει το παραμύθι. Όχι πως δεν ενδιαφέρεται για μένα, λέει, αλλά θέλει και δανεικά. Γκρρρ! συφιλιάστηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικεία πρόκληση απευθυνόμενη σε φιλικό αντρικό πρόσωπο για πλάκα με μίμηση προφοράς ...ανατολικού μπλοκ.

- Ντιμίτρι κεράσει πουτό;

(από Khan, 29/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified