Ειδικό μεταλλικό σκεύος σαν μεγάλο γιογιό που κρατούσαν με το χέρι πίσω και κάτω από το κώλο του βοδιού του κατά το αλώνισμα του σταριού στα κυκλαδονήσια ώστε να μην χέσει το βόδι μέσα στο στάρι. Το άκουσα στη Μύκονο. Ειρωνικά έτσι λένε και το γιογιό.

Έχει και άλλες χρήσεις:

Πιτσιρικάς δίνει χειραψία σε πιτσιρικά, και του λέει ο άλλος:

-Πρώτη φορά πιάνω σκατά στα χέρια μου!

- Ε, φαίνεται θα 'σαι καινούριος βουϊδοχέστης.

Got a better definition? Add it!

Published

Η ουγγρικής κατασκευής υδραυλική ντιζελάμαξα GANZ-MAVAG A250.

Για την Ιστορία, ήταν από τις ελάχιστες περιπτώσεις που οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι προμηθεύτηκαν υλικό από υφιστάμενο έτοιμο τύπο (M41 των Ουγγρικών Σιδηροδρόμων) και όχι κατόπιν ειδικής παραγγελίας με βάση ειδικές προδιαγραφές. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί ακόμα μια περίπτωση ελληνικού τροχαίου υλικού που απαξιώθηκε και αποσύρθηκε πρόωρα. Τα 11 ντιζελοϋδραυλικά «κοντογούρουνα» τύπου Β'Β'dh, με ισχύ 1800 ίππων, αγοράστηκαν από τον ΟΣΕ το 1983, και κυκλοφόρησαν με την αρίθμηση Α251-Α261, ενώ μέχρι το 2001 είχαν δυστυχώς αποσυρθεί όλα, πριν δηλαδή προλάβουν να συμπληρώσουν καν είκοσι χρόνια κυκλοφορίας...!

- Τι μηχανή έχει αυτό το τραίνο που περνάει ρουμάνα;
- Κοντογούρουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που του αρέσει να ζει ποιοτικά και με ανέσεις ή ζει ποιοτικά και με ανέσεις αν και ο δεύτερος χαρακτηρίζεται ως μπονβιβέρ σκέτο. Ως μπονβιβερατζής/μπονβιβερατζού χαρακτηρίζεται αυτός/αυτή που γουστάρει γενικά το φίνο και το ωραίο και το κυνηγάει άσχετα που δεν είναι παραλής. Χιουμοριστικά και ο μπονβιβέρ μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Προέρχεται από το γαλλικό bon vivant που στην ελληνόφωνη γωνιά των Βαλκανίων (Ελλάδα) μας ήρθε από το αγγλικό ψευτο-γαλλικό bon viveur και με την προσθήκη της τουρκικής κατάληξης -τζής (ci) είναι μία σλαγκιά πρώτης τάξεως.

-Ματσό ο Άλεξ... και πατέ στο ψυγείο του, και αυγά ψαριών, και μουστάρδα ντιζόν με άρωμα τρούφας και κάτι αλλαντικά καπνιστά μυστήρια ...

-Μπονβιβερατζής απλά, τα βρίσκει φτηνά από ρωσσικά μίνιμάρκετ και απ' τα λιντ...

Got a better definition? Add it!

Published

Τα αρθρωτά λεωφορεία τύπου Volvo-Saracakis Β10Μ-SB756 που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα από το 1978 στην θεσ/νίκη και από το 1981 στην Αθήνα.

Στην Αθήνα αποσύρθηκαν πλήρη ημερών το Σεπτέμβριο/Οχτώβριο του 2005. Ήταν τεράστια εκτρώματα με επίπεδα ξύλινα καθίσματα και τέρατα αξιοπιστίας.

-Οι δεινόσαυροι στην Αθήνα ήταν μπλε, στη Θεσσαλονίκη ήταν κόκκινοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τους σοβιετικούς σύμφωνα με τους αυτοαποκαλούμενους αντιρεβιζιονιστές χοτζαϊστές, απ' όταν το καθεστώς Χότζα έκοψε κάθε επαφή με τις πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ. Πιθανότατα να χαρακτήριζαν έτσι και τους οπαδούς των τότε ΕΣΣΔ.

Ετυμολογείται από το αρχαιοελληνικό ἀστός που σημαίνει πλουτοκράτης και το γαλλικό révisionniste που σημαίνει αναθεωρητής. Δεν υφίσταται στον ενικό.

Όταν ήμουν πιτσιρίκος διασκέδαζα να ακούω στα μεσαία ελληνικές εκπομπές από το καθεστώς του Χότζα (του αλβανού, όχι του δικού μας), Έβριζαν τους πάντες (Δύση, Κίνα, Γιουγκοσλαβία) αλλά τα πιο σκληρά λόγια τα φύλαγαν για τους Σοβιετικούς που αποκαλούσαν αστικορεβιζιονιστάδες.(sic) -Vrastaman- Από εδώ.

μία από τις πολλές σημαίες των αστικορεβιζιονιστάδων, γιατί οι αστικορεβιοζιονιστάδες έχουν πολλές σημαίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τους δεξιούς στο ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα (τουλάχιστον) το άκουγες από στόματα αριστερών και πασοκατζίδων για τους νεοδημοκράτες, νωρίτερα για τους ερετζίδες και λοιπούς δεξιούς της εποχής.

Ετυμολογείται από το σλαβομακεδόνικο/βουλγάρικο Охрана που σημαίνει "προστασία".

Στο Β'ΠΠ στη Βόρεια Ελλάδα έλεγαν επισήμως Οχράνα τα ένοπλα τμήματα δεξιών σλαβόφωνων Ελλήνων που τάχτηκαν υπέρ της Βουλγαρίας. Επειδή όμως η ελληνική δεξιά τα είχε συνήθως καλά με τους καταχτητές και είχε τη τάση συνεργασίας με αυτούς, αλλά και με τους Βούλγαρους και Έλληνες σλαβόφωνους φασίστες στην κατοχή, οι βορειοελλαδίτες έβγαλαν τους Έλληνες δεξιούς οχράνες. Δεν συσχετίζεται με τη ρωσσική Οχράνα των Τσάρων. Δεν γνωρίζω αν πλέον χαρακτηρίζουν έτσι και τα ναζίδια.

-Κουπούκι, οχράνα, δραμινέ θα σι πιτάξω τη τσάσκα στο κιφάλι άμα ξαναπείς τέτοια για τον Αντρέα (σ.σ. Αντρέα Παπανδρέου), άιντε από 'δω παλιοκουπούκι ακάθαρμα...

:S

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τηγανιτές πατάτες που είναι κομμένες στο χέρι, σε αντίθεση με τις κακής ποιότητας κατεψυγμένες προτηγανισμένες τύπου φαστφούντ. Λέγετε και για τα σπιτικά ζυμαρικά.

-Ωραίες πατάτες ρε!

-Χερίσιες αφού.


-Μμμμμμμμ! Τι είναι αυτά με τη γέμιση μέσα;

-Πελμένι, χερίσια ζυμαρικά, ρώσσικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε στην αργκό των φυλακισμένων τις φυλακές ανηλίκων.

15 χρονώ έσπρωχνε ρούχλα στη Γκράβα, κατέληξε στα ανήλικα.

Φυλακές ΑνηλίκωνΦυλακές Ανηλίκων

Got a better definition? Add it!

Published

Ακόμα μία αργκοτική ονομασία για το σκανκ.

Ετυμολογικά προέρχεται από το αγγλικό skunk του οποίου αποτελεί σύντομο υποκοριστικό.
Βλέπε και το λήμμα σκανούρι.

-Είναι σκου;

-Μπα, αλβανός αγίνωτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλιές γαλλικές λοκομοτίβες Alsthom CC AD 1600A1 (μετρικού εύρους) και Alsthom CC AD 2100C1 (κανονικού εύρους) του ΟΣΕ.

Οι μετρικού εύρους Alsthom απόδοσης 1175 kW αγοράστηκαν το 1967 και έλαβαν αρίθμηση A 9201-9210 και χρησιμοποιήθηκαν στο μετρικό σιδηροδρομικό δίκτυο της Πελοποννήσου. Οι κανονικού εύρους (1435mm) Alsthom απόδοσης 1544 kW αγοράστηκαν το 1966-1967 και έλαβαν αρίθμηση A 351-376 και χρησιμοποιήθηκαν στο σιδηροδρομικό δίκτυο της υπόλοιπης Ελλάδας.

Οι γαλλίδες είχαν κινητήρες Pielstick.

μετρική στη Πάτρα κανονική στη Τιθορέα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified