Οι αρχιτεκτονικές προεξοχές σαν κλειστά μπαλκόνια/εξώστες σε μία πολυκατοικία ή τουλάχιστον σε διπλοκατοικία που προεξέχουν από το επίπεδο της όψης και σου δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε μπαλκόνι. Ετυμολογείται από το γερμανικό erker. Δεν είναι ακριβώς αργκοτικό μα πιο πολύ παλιακό λήμμα.

Οι προεξοχές αυτές προεξείχαν (!) έως και 1,40 μέτρα βάσει ρύθμισης του 1923 τη στιγμή που τα κανονικά μπαλκόνια το όριο αυτό όμως -δυστυχώς- μειώθηκε βάση νόμου του 1937 του καθεστώς του φασίστα δικτάτορα Μεταξά στα 40 εκατοστά (κανονικό κουτσούρεμα). -Τα φασιστικά καθεστώτα όπως φαίνεται εκτός από την ελευθερία του λόγου τα βάζουν και με την αρχιτεκτονική- Τα έντονα έρκερ λοιπόν είναι συνηθέστερα σε κτίρια του μεσοπολέμου και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 30'. Μοιάζουν κάπως με τα ξύλινα οθωμανικά σαχνισιά των Βαλκανίων και της Τουρκίας.

Πολυκατοικίες με μεγάλα έρκερ ήταν προνομιούχες κατοικίες, προορίζονταν για την εύπορη αστική τάξη, δηλαδή για αρχόντους, είχαν άνετα, φωτεινά και πολυτελή διαμερίσματα (συχνά με μαρμάρινα μπάνια, κουζίνες με πεντελικό μάρμαρο, δωμάτιο για την υπηρέτρια, διπλές πεντάφυλλες ντουλάπες, δρύινα πατώματα, διπλά ασανσέρ, καλά μωσαϊκά, κτλ). Βάση του μεταξικού νόμου που είναι σε ισχύ μέχρι και σήμερα (2017), τα έρκερ όταν υπάρχουν σε μία πολυκατοικία χτισμένη μετά το 1937 (υπάρχουν και σε νεόδμητες πολυκατοικίες δηλαδή) λόγω του μικρού τους πλάτους είναι σχεδόν δυσδιάκριτα και περνάνε μάλλον απαρατήρητα, το πλάτος βλέπεται μετράει.

Κυψελάρα, Εξάθλια, Κολωνάκι, Πατησίων βρίσκεις πρώην αστικές πολυκατοικίες με έρκερ, αλλά και στα στενά της Ομόνοιας και της Βάθης μπορείς να βρεις.

Αθηναϊκές (πολυ)κατοικίες με έρκερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή έκφραση από τα mid00ies τουλάχιστο. Το λέμε για άνθρωπο που στη ζωή του για να ανεγερθεί κοινωνικά ή οικονομικά γλύφει/κολακεύει τους ανωτέρους του και παράλληλα λουφάρει αισχρά, δηλαδή είναι μόνο γλύψιμο φραπεδάκι και τσιγαριά (γιατί είναι και Νεοέλληνας). Ο όρος είναι αδόκιμος για το χαρακτηρισμό των απλών λουφαδόρων. Ο όρος είναι αποκλειστικά για τους λακέδες των προϊσταμένων και των διευθυντάδων που ολημερίς λουφάρουν και ρουφιανέυουν τους υπολοίπους και φυσικά και τους απλούς λαϊκούς λουφαδόρους που κατά βάθος όλοι αγαπάμε!

-Πίπα, φράπα και τσιγάρο όλη μέρα η "φίλη" σου η τσιγαρού Ζάχο, 2 λεπτά αράξαμε με το Σαμίρ και μας κάρφωσε στη προϊσταμένη η ρουφιάνα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην αργό των οικοδόμων είναι το ειδικού τύπου φορτηγό, όπου είναι κατάλληλα κατασκευασμένο για τη μεταφορά μπετό από το εργοστάσιο παρασκευής έτοιμου μπετό μέχρι και την οικοδομή ή το εργοτάξιο. Ετυμολογείτε από το ιταλικό: barella.

- Μαστρό-Τρύφωνα τι ώρα θα 'ρθει η βαρέλα; Έχουμε και σπίτια!

βαρέλες

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για τους δεξιούς στο ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα (τουλάχιστον) το άκουγες από στόματα αριστερών και πασοκατζίδων για τους νεοδημοκράτες, νωρίτερα για τους ερετζίδες και λοιπούς δεξιούς της εποχής.

Ετυμολογείται από το σλαβομακεδόνικο/βουλγάρικο Охрана που σημαίνει "προστασία".

Στο Β'ΠΠ στη Βόρεια Ελλάδα έλεγαν επισήμως Οχράνα τα ένοπλα τμήματα δεξιών σλαβόφωνων Ελλήνων που τάχτηκαν υπέρ της Βουλγαρίας. Επειδή όμως η ελληνική δεξιά τα είχε συνήθως καλά με τους καταχτητές και είχε τη τάση συνεργασίας με αυτούς, αλλά και με τους Βούλγαρους και Έλληνες σλαβόφωνους φασίστες στην κατοχή, οι βορειοελλαδίτες έβγαλαν τους Έλληνες δεξιούς οχράνες. Δεν συσχετίζεται με τη ρωσσική Οχράνα των Τσάρων. Δεν γνωρίζω αν πλέον χαρακτηρίζουν έτσι και τα ναζίδια.

-Κουπούκι, οχράνα, δραμινέ θα σι πιτάξω τη τσάσκα στο κιφάλι άμα ξαναπείς τέτοια για τον Αντρέα (σ.σ. Αντρέα Παπανδρέου), άιντε από 'δω παλιοκουπούκι ακάθαρμα...

:S

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική ονομασία για τη μολότοφ. Όπως και το γνωστό αλλαντικό ετυμολογείται από την ιταλική λέξη sale που σημαίνει αλάτι.

-Πήγε ο μπάτσος να πατήσει τους διαδηλωτές με τη μηχανή και του ήρθε ένα σαλάμι κατακέφαλα!

από το παράδειγμα αλογάκι

Got a better definition? Add it!

Published

Θηλυκό, παλιά σχετικά λαϊκίζουσα ονομασία για το Λονδίνο. Υπάρχει και στο πληθυντικό ως Λόντρες! Έγινε και τραγούδι από το Τραϊφόρο, το τραγούδησε η Βέμπο περί τα 1944 με τίτλο "Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ..."

-Που να τρέχουμε τώρα Λόντρες και Παρίσια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χιτλερικός, ο νεοναζί, ο εθνικόφρων οπαδός του εθνικοσοσιαλισμού/ναζισμού. Ο άνθρωπος που υιοθετεί πιστά τις εγκληματικές ανοησίες που έλεγε, έγραφε και έκανε ο Χίτλερ και οι όμοιοι του.

Μεταξύ άλλων και από εδώ:

...χιτλερόψυχοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μαύρη ζώνη στο καράτε.

Μπορεί και σε άλλη πολεμική τέχνη όπως στο ταεκβοντό, στο τζούντο και γενικά όπου χρησιμοποιούν το σύστημα με τις ζώνες. Μπορεί καταχρηστικά να χαρακτηρίσουμε έτσι και κάποιον δυνατό που σφύζει από υγεία. Το θηλυκό μαυροζωνού θα μπορούσε να ειπωθεί.

Απαντάτε σίγουρα από τα 80ies.

-Πως πάμε από υγεία; Καλά;

-Ταύρος, μαυροζωνάς!

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

(Ακόμα πιο) αργκοτική ονομασία για το σκανκ. Μπορεί να υπονοεί και το καλλίτερης πχοιότητας σκανκ απ' ότι συνήθως (sic)!

-Ωραίο, ρε λοςτρε! τι είναι;

-Σκανούρι ρε μαν.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι τηγανιτές πατάτες που είναι κομμένες στο χέρι, σε αντίθεση με τις κακής ποιότητας κατεψυγμένες προτηγανισμένες τύπου φαστφούντ. Λέγετε και για τα σπιτικά ζυμαρικά.

-Ωραίες πατάτες ρε!

-Χερίσιες αφού.


-Μμμμμμμμ! Τι είναι αυτά με τη γέμιση μέσα;

-Πελμένι, χερίσια ζυμαρικά, ρώσσικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified