Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως από τους Θεσσαλονικείς και σημαίνει πήγαινε.

Πάνε να φέρεις μια μπουγάτσα με κεριά για τα γενέθλια του Μιχάλη ρε Μήτσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχηγός των γουδιών. Ο μεγάλος μαλάκας. Χρησιμοποιείται και ως γουδάρχης αλλά σε πιο επίσημο λόγο.

-Καλά, πιστεύεις τον Ρουσσάκη; Αυτός ειναι μεγάααλος γούδαρχος.
Μια φορά μου είχε πει ότι τα είχε με μια Pamela!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το συγχωρώ και τη χωρητικότητα. Είναι η δυνατότητα και η αρετή που έχει κάποιος στο να συγχωρεί καθώς και η ποσότητα των «συγγνώμη» που μπορεί να δεχτεί σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Μονάδα μέτρησης είναι το συγγνώμη ανα ώρα (srr/h) και ο Θεός (1 Θ=1 srr/h) γιατί ο Θεός είναι ο μεγαλύτερος ελεήμονας.

- Είδες συγχωρητικότητα που έχει η Τρελόνι; Έσβησε όλες τις απουσίες του Peter.
- Ναι μαλάκα, αφού σου λέω είναι θύμα το άτομο. Εμένα μου βαλε 19 στο τρίμηνο!
- Οοοοοοοο! Πρέπει να έχει τουλάχιστον 2 Θεούς συγχωρητικότητα αυτή! Ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιούμε τους παρελθοντικούς του χρόνους. Σημαίνει ότι κάτι είναι τόσο φρικτό και αποκρουστικό που δεν αντέχεται. Χρησιμοποιείται και για να δείξουμε ότι κάτι είναι τελείως ξενέρωτο και παπούα που μας τη σπάει.
Συνώνυμο: φρικάρω.

- Μαρία μου, έφαγες το φαγητό σου;
- Έχει φάει φρίκη η κοπέλα, αφού της έχεις ζαλίσει τα αρχίδια για τη εποχή σου. Τι να μας νοιάζει εμας τι έκανε ο κόσμος την εποχή του Χαλκού;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να πούμε ότι κάτι πηγαίνει πολύ χάλια. Συνήθως ακολουθείται από χρονική έκφραση (π.χ. αυτή την εβδομάδα/αυτόν τον μήνα κλπ). Η απουσία του ς τονίζει τη δυσκολία της κατάστασης. Χρησιμοποιείται βέβαια και με το ς, αλλά για αναφορά σε πιο χαλαρές καταστάσεις. Για μεγάλης σημασίας προβλήματα χρησιμοποιείται ο τύπος χωρίς το ς.

- Τι κάνεις Μαρία;
- Αρχίδια! Με πήγε γαμιώντα σήμερα με τον μαλάκα τον Τάκη που θέλει να του τελειώσω την εργασία χθες!
- Ποιος τον γαμάει τον Τάκη μωρέ; Γράψτον στα @@ σου και άστον να περιμένει...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινόμενο κατα το οποίο εκτός από τον κώλο (κωλοχωριστρίαση) φαίνεται και η κωλοχωρίστρα του ατόμου για το οποίο μιλάμε. Κατά κανόνα δεν υφίσταται κωλοχωριστρίαση αν δεν υπάρχει εξωκώλιαση, αλλά από προσώπικη πείρα λέω ότι δυστυχώς υπάρχουν και τέτοια φαινόμενα. Μάλιστα μια κοπέλα το έχει καταφέρει και -προς λύπη των υπολοίπων- με μεγάλη επιτυχία.

- Ευσταθία, πάλι έχεις κωλοχωριστρίαση. Έλεος! Θα πέθανουμε από τη θέα!
- Για ήρεμα γιατί θα πώ στη Σακκά να σε πλακώσει στο ξύλο!
- Πες της να μαζέψει και αυτή τον κώλο της μη της βάλω τη γλώσσα στον κώλο!

(από patsis, 13/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να τονιστεί η άσχημη κατάσταση ενός τόπου (από άποψη βρομιάς και ακαταστασίας). Προέρχεται από το γνωστό ιστορικό μέρος.

- Μαράκι, έρχομαι να δω τι έκανες στην κουζίνα.
- Τίποτα ρε μαμά! Τι περίμενες να κάνω έτσι όπως το άφησαν οι μπίχλες πριν; Το χάλι της Γραβιάς είχε καταντήσει! Να τους φωνάξω να τα γλείψουνε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινόμενο κατά το οποίο βλέπουμε τον κώλο του άλλου, χωρίς να μας είναι επιθυμητό.

- Κοίτα την Ευσταθία!
- Πάλι εξωκωλίαση έχει και έχω φάει φρίκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified