Προέρχεται από τη σύγχυση δύο λέξεων, ψωλή + θολούρα.

Είναι η κατάσταση στην οποία εισέρχεται ο έλλην άντρας όταν μετά από χαρχάλεμα πουτσοπαπαροπεριοχής μυρίζει τη παπαρίλα του.

Και όπως έξυνα το παπάρι, μου 'ρθε φίλε η ψωλούρα, κόντεψα να πεθάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο το οποίο έχει προτιμήσεις για χοντρές, ο παχογαμιάς, ο χοντρογάμης.

Μαλάκα Γιάννη ογκόβιε, αυτή η δικιά σου σα φάλαινα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό στην καθομιλουμένη και ως Σπασουάρ, είναι το προϊόν το οποίο χρησιμοποιείται για την προστασία των όρχεων από εξωτερικούς βλαπτικούς παράγοντες.

Θα βγω ραντεβού με εκείνο το Μαράκι, την μποξερ. Θα φορέσω και μια παπαριέρα για παν ενδεχόμενο.

Got a better definition? Add it!

Published