Τουρκικό. Kopuk σημαίνει κομμένος, άχρηστος. Ο άχρηστος άνθρωπος, ο τεμπέλης που γυρνάει από εδώ και από εκεί χωρίς να κάνει κάτι χρήσιμο.

Παράδειγμα: "Μεγάλο κοπούκι ο ψηλός! Όλη μέρα στη γύρα κι από δουλειά μηδέν!"

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που του αρέσει να τον παίρνει απο πίσω, ο πούστης.

Πως τον βλέπεις τον Γιωργάκη μας; Για τερψίπρωκτος μου κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published

Τουλούμπατζης ή τουλουμπατζής, από το τουρκικό Tulumbaji, πυροσβέστης (αντλιωρός). Χρησιμοποιείται υποτιμητικά και ως τουλούμπας και σημαίνει τον τεμπέλη, ή τον βλάκα.

Βρε καλώς τον τουλούμπατζη! Που χάθηκες παιχταρά μου;

Got a better definition? Add it!

Published