1. Ο ασήμαντος, αυτός που δεν μετράει.

  2. Ο υπερβολικά κοντός.

  1. - Σκάσε ρε πορδοβούλωμα!

  2. - Με αυτό το πορδοβούλωμα θα βγεις; Αυτός είναι ένα κι ένα μίλκο (ήτοι κάτω του 1, 20 μ.).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο σε στύση, ο πούτσος.

- Έλα εδώ μωρό μου να σου δείξω μια καραπιστόλα με τα εργαλεία όλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εξαιρετικής ποιότητας, το πανέμορφο, το σγουάου, το σούπερ.

Καλά μαλάκα, η γκόμενά σου είναι και πολύ τζιτζιλόνι !

(από jesus, 21/12/09)

Βλέπε και τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντογνώστης, ο εξυπνάκιας, ο ξερόλας.

- Τι σήμαινε αυτό το ρητό του Κουκοδήμου; Για εξήγησέ μου εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται αντί για το συγχαρητήρια (κυρίως σε περιπτώσεις ηλίθιας πράξης).

- Έχεσα έξω από τη χέστρα - έτσι για σπάσιμο ρε μαλάκα!
- Τα συλλαλητήριά μου! Είσαι πιο ηλίθιος και απ' τα μπρόκολα!

(από patsis, 26/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γουστάρεις ρε άρρωστη;
  2. Καλά να πάθεις.

(προφανώς πορνογραφικής προέλευσης.)

  1. - Κι άλλο μωρή. Τσούζει τώρα Σούζη, τσούζει;

  2. - Τσούζει Σούζη; Σ' τά 'λεγα εγώ. Δεν θες να μ' ακούσεις...

Η προέλευση της φράσης είναι μάλλον το παλιό (αντιγραφή, κλασικά) rock'n'roll τραγούδι του Καρβέλα Σούζη τσούζει, από τον δίσκο «Τσούζει»... Ιδού και το link για τους στίχους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όργανο αυνανισμού που συνίσταται σε έναν δονητή προσκολλημένο σε μια φουσκωτή μπάλα εκγύμνασης με δυο πλαστικά χερούλια. Λειτουργεί μέσω της εκούσιας αναπήδησης του υποκειμένου.

  2. Το μαλακιστήρι.

- Τι πετάγεσαι σαν πουτσομπαλονάκι; - Άσ' τον, ρε μαλάκα, να δούμε τι θέλει να πει.

(από patsis, 24/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ηλίθιος, βλάκας, τρόμπας.
  2. Ο φαφλατάς, ο κλασομπανιέρας. Με την ίδια σημασία και ως σύνθετο: παπαρολόγος.
  1. - Τι παπάρας! Πάλι με άφησε να περιμένω μέσα στο κρύο.

  2. - Τι σου έλεγε πάλι ο παπάρας; Πάλι για τη βίλα του στο Πανόραμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του είμαι και ο πρώτος. Χρησιμοποιείται περιπαικτικά.

- Το πέρασα το μάθημα με 5 μετά από 5 φορές που τό 'δωσα!
- Τι λε ρε φιλάρα! Μπράβο! Είσαι και ο κρότος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: αν είναι δυνατόν, Παναγίτσα μου, τι λες τώρα, αυτό είναι άνω ποταμών, σώπα!

Έκφραση έκπληξης βασισμένη στο όνομα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου.

Με πόσο την έβγαλε τη σχολή το μπάζο; Με 8.9; Ο Χριστός κι ο δούλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified