Παραφθορά του αγγλικού linesman = στο ποδόσφαιρο, ο επόπτης γραμμών ή, με την τρέχουσα ορολογία, ο βοηθός διαιτητής.

Εξ ορισμού, η δουλειά του λάιτσμαν είναι δουλειά βοηθητική. Σε πολλές φάσεις δεν έχει λόγο, σ' αυτές που έχει πολλές είναι επουσιώδεις, π.χ. τα πλάγια άουτ, κάποιες είναι σημαντικές, π.χ. τα οφσάιντ, σε κάθε περίπτωση, όμως, ο διαιτητής έχει πάντα τον πρώτο λόγο και, σε περίπτωση διαφωνίας, ο λάιτσμαν σχεδόν πάντα το βουλώνει.

Ωσεκτουτού, εκτός γηπέδων η λέξη χρησιμοποιείται και μεταφορικά, ως ήπια ειρωνεία, ή και αυτοσαρκασμός, και αναφέρεται σε κάποιον που έχει ρόλο περιθωριακό, που μονίμως έρχεται δεύτερος. Συμμετέχει στα δρώμενα σαφώς περισσότερο από τον εξωφυλαρούχα και το κοντάρι και είναι και κάτι παραπάνω από απλός κομπάρσος αλλά θεωρείται δεδομένο ότι σε πείρα ή/και ικανότητες ή/και επιδόσεις υστερεί και, συνεπώς, η γνώμη του και η παρουσία του μετράνε λιγότερο.

Λέξη παρώ πλέον, μάλλον μπαμπαδισμός.

  1. - Ο Θέμης είπε ότι μπορεί να φταίει το τροφοδοτικό...
    - Άσε ρε, τι να μας πει κι ο λάιτσμαν... είχανε και στο χωριό του τέτοια εργαλεία...

  2. - Καλά ρε, τι ήπιατε πάλι χτες; Ντίρλα ήρθε ο άλλος...
    - Νταξ, πώς κάνεις έτσι, ούτε ένα τελωνείο δεν ήπιε...
    - Εσύ;
    - Ε, εγώ τι; Δυο πέρδικες ήπια. Αφού με ξέρεις εμένα, μια ζωή λάιτσμαν...

Τις εποπτεύει τις γραμμές (από Vrastaman, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του χαλαρά του οποίου μάλιστα συνήθως έπεται στον λόγο ή, σπανιότερα, προηγείται. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι απολύτως σίγουρο, εξασφαλισμένο και θα γίνει (ή έγινε) γλυκά-γλυκά, χωρίς καμμία απολύτως προσπάθεια ή κούραση.

Σε ό,τι αφορά την προέλευση, η προφανής αναφορά είναι στο σβήσιμο της μηχανής του αυτοκινήτου στην κατηφόρα, όπου το τουτού τσουλάει όμορφα, άκοπα και αθόρυβα.

Μια άλλη εκδοχή, πιο αμφίβολη αλλά και πιο ψαγμένη, παραπέμπει στην υψηλή τέχνη της ανδρικής κομμωτικής. Ο όρος σβηστά εδώ αναφέρεται στα μαλλιά πίσω στο σβέρκο και εννοεί ότι ο κουρέας δεν αφήνει ευθεία, μονοκόμματη γραμμή στο ύψος του γιακά, συνήθως με τη μηχανή, αλλά δουλεύει τσίκι-τσίκι το ψαλίδι ώστε το μάκρος εκεί να βαίνει βαθμιαία μειούμενο και η γραμμή να σβήνει αχνά - στα αγγλικά to taper off. Αυτό το στιλ συμβατικά θεωρείται πιο απαλό, πιο άνετο, λιγότερο απότομο και αυστηρό.

Τη χρήση της λέξης έτσι την έχω ακούσει μόνο από Σαλονικιούς, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει απαραίτητα και κάτι. Είναι δε χρήση απολύτως τρέχουσα.

  1. - Τι έγινε, πρώτε; Το πηδοπόρευσες το Μαράκι, τελικά;
    - Χαλαρά, μεγάλε, σβηστά... Έπεσε τηλέφωνο με το που ήρθε από Βρυξέλα και η δουλειά μας έγινε γουίθ δη ουάν...

  2. - Ρε συ, θα τα πάρουμε τα λεφτά; Αυτός χρωστάει σε όποιον μιλάει Ελληνικά...
    - Ναι ρε, βέβαια, σβηστά, άστο που σου λέω... χαλαρά θα τα δώσει... εμένα μ' έχει ανάγκη ο καριόλης και θα πέσει...

(από johnblack, 14/01/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, πλακώνω + πούτσα.

Ερωτική πράξη μεταξύ δύο ανδρών. Τα πρόσωπά τους είναι αντικριστά και οι ψωλές τους τρίβονται, είτε η μια με την άλλη, ή στο εφήβαιο και την κοιλιά ή στα μπούτια.

Μπορεί ο ένας να είναι ξαπλωμένος και ο άλλος μπρούμυτα από πάνω του (το συνηθέστερο) ή να είναι και οι δυο όρθιοι (οπότε, πλακοπούτσι στα όρθια).

Τηρουμένων των αναλογιών, είναι το πλησιέστερο στο στρέιτ ιεραποστολικό και στο λεσβιακό κατά κυριολεξίαν πλακομούνι. Μαζί με τον αμοιβαίο αυνανισμό, αποτελεί συχνά μια από τις πρώτες ομοφυλοφιλικές δραστηριότητες στις οποίες επιδίδονται δυο σχετικά άπειροι νέοι που θέλουν να εξερευνήσουν αν όντως έχουν έφεση στο λάτιν.

Το πλακοπούτσι μπορεί να είναι απλώς φάση της ερωτικής συνεύρεσης ή και να αποτελέσει την ολοκλήρωσή της. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, μιλάμε για εκσπερμάτωση απ' έξω, συχνάκις στα μπούτια, και το πλακοπούτσι καταλήγει σε μπαντανά. Ωσεκτουτού, πολλοί χρησιμοποιούν το πλακοπούτσι ως όρο συνώνυμο του μπαντανά.

Δείτε επίσης και πλακοκώλι, στα μπούτια τα γιαούρτια.

  1. - Πείτε μου Νανάκο, πώς σας φαίνεται ο μπαντανάς*;

[*δραστηριότητα κατά την οποία δύο άρρενες της αυτής σεξουαλικής ταμπέλας επιχειρούν μάταια να χαρίσουν απόλαυση ο ένας στον άλλον – ας πούμε πλακοπούτσι]

- Λοιπόν ακούστε. Καλό το μπαντανό αλλά πλήττω τόσο πολύ καμιά φορά που χρειάζεται να τηλεφωνήσω στη φίλη μου την Πωλινίτσα να μιλήσουμε για την αγάπη μας.

- Νομίζω έτσι τελειώσατε και τη διπλωματική σας άλλωστε. Λέτε πως είστε vers* , αλλά εγώ ξέρω ότι γουστάρετε να τον παίρνετε. Τι σας αρέσει περισσότερο;

[*ενεργοπαθητικός αρσενοκοίτης]

- Θίγετε ένα πολύ καίριο ζήτημα

- Το ξέρω

(από εδώ, αξίζει να διαβάσετε όλο το κείμενο).

  1. Και τέλος η αρχική μου ερώτηση: Ίσχύει ότι αν μια κοπέλα ζητούσε κάτι τέτοιο, θα λάβαινε το χαρακτηρισμό λεσβία ή έστω ότι έχει λεσβιακές τάσεις; Γιατί όχι; Γιατί ναι;

το παράδειγμα είναι ατυχές... το «πλακομουνι» όπως αναφέρεις, δεν μπορει να συγκριθεί με την χρηση του στραπ... το αντίστοιχο του «πλακομουνιου» θα ήταν το πλακοπούτσι ( νεα λέξη παρακαλώ να ενημερωθεί ο μπαμπινιώτης). Το στραπ ερεθιζει διαφορετικά σημεία του σώματος απο ότι το αντίστοιχο παράδειγμα που αναφέρεις... κ θα θυμίσω ότι η χρήση του σώματος μπορει να ειναι απολαυστικοτατη κ ηδονικότατη, όταν ξεφυγουμε απο τέτοιες λογικές... αυτο που ταυτοποιει οιονδήποτε ώς γκει ειναι ότι τα γενετησια ένστικτα του ενεργοποιούνται μόνο με ομόφυλους του κ όχι επειδή του χάιδεψαν το χέρι, το πόδι ή τον πρωκτό.

(Από εδώ, προς αποφυγήν εκπλήξεων είναι το forum του Greek BDSM community)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H αίθουσα αναμονής, αλλά όταν έχει πολύ περίμενε.

Ε, θα πας, θα πάρεις χαρτάκι, και μετά θα περάσεις στην αίθουσα υπομονής και θα περιμένεις... δυο γκισέ λειτουργούνε όλα κι όλα, γαμώ την Ενωμένη Ευρώπη μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ιεροκάπηλος. Αυτός που εκμεταλλεύεται τη χριστιανική θρησκεία και τους πιστούς της για ίδιο οικονομικό όφελος.

Όρος βαθιά απαξιωτικός και άκρως φορτισμένος. Χρησιμοποιείται από οξείς πολέμιους της θρησκείας αλλά και σε ενδοεκκλησιαστικές διαμάχες. Αναφέρεται κυρίως στο παπαδαριό και σπανιότερα σε λαϊκούς. Η χρήση της κατάληξης -ας, -έμπορας και όχι έμπορος, εννοεί να υπογραμμίσει την χυδαιότητα της πρακτικής.

Η έκφραση είχε πάρει τα πάνω της ως χαρακτηρισμός του Χριστόδουλου - βοήθησε και η παρήχηση, ο χριστέμπορας Χριστόδουλος.

  1. Ακόμα κι αν διαφωνείς με αυτή την πλύση εγκεφάλου του μαθήματος των θρησκευτικών, θα πρέπει να δηλώσεις εξαίρεση του παιδιού σου από το μάθημα, με όλες τις συνέπειες κοινωνικού στιγματισμού του. Πολύ βαρύ και θέλει κουράγιο για να το κάνεις. Οπότε συνήθως κάνεις το κοροΐδο, προς δόξα του Χριστόδουλου και κάθε άλλου κοιλιόδουλου χριστέμπορα. (από εδώ.)

  2. Πρώην χωροφύλακας, γνωστό φερέφωνο των γερμανοτσολιάδων στην κατοχή, χαϊδεμένο παιδί της χούντας και εξέχων μέλος της Χρυσοπηγής είναι τα στοιχεία που έχει να παρουσιάσει το βιογραφικό του, πριν καταλήξει δεσπότης. Σήμερα το μόνο που έχει να επιδείξει στο καινούργιο πόστο του είναι οι καταπληκτικές του επιδώσεις σαν Χριστέμπορας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό περασμένο δημοσίευμα του «Ελεύθερου Τύπου» που ανάμεσα στα άλλα «κατορθώματά» του μας περιέγραφε πως μετέτρεψε μια εκκλησιά σε σύγχρονο σούπερ μάρκετ με « υπόγειο πάρκινγκ για πούλμαν, δύο ασανσέρ-καμπαναριά, κυλιόμενες σκάλες, καταστήματα». (σχόλιο για γνωστό εν ενεργεία ιεράρχη, από εδώ.)

  3. Επειδή ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που τον φιλοξενούσε ήταν γνωστός μου, για να μη τον φέρω σε δύσκολη θέση, έφυγα αμέσως, αφού του υπενθύμισα για μια ακόμη φορά ότι είναι ένας κοινός χριστέμπορας προδότης της Ορθοδοξίας! (Από φόρουμ για το Άγιο Όρος εδώ, αναφέρεται σε αμφιλεγόμενο αρχιμανδρίτη που έχει απασχολήσει τα ΜΜΕ).

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντροκομμένος πατσάς. Λέγεται και χοντρό(ς), σε αντιδιαστολή με τον ψιλοκομμένο, γνωστό και ως ψιλό ή, σε μερικά μαγαζιά, απλώς και ως σούπα. Η άποψη ότι οι μάγκες τρώνε ντουζλαμά και οι αρχάριοι σούπα είναι αβάσιμη.

Μεταφορικά, η λέξη ντουζλαμάς λέγεται και για ο,τιδήποτε χοντροκομμένο ως μη έδει, με ειρωνεία.

Αναφέρεται και ως τουζλαμάς, με τ-, αλλά είναι πιο σπάνιο.

Είναι τούρκικη λέξη, tuzlama. Τuzlama είναι και η σούπα πατσάς αλλά στα τούρκικα αυτή είναι δευτερεύουσα σημασία. Κατά βάση σημαίνει αλατισμένος, παστός από το ρήμα tuzlamak = παστώνω. Τuzla είναι η αλυκή. Τούζλα λέγεται κι ένα προάστιο της Κωνσταντινούπολης αλλά και η γνωστή πόλη της Βοσνίας όπου υπήρχαν μεγάλα ορυχεία αλατιού. Η σύνδεση ανάμεσα στο αλάτι και στον πατσά δεν είναι προφανής, τουλάχιστον σε μένα.

Αν και πατσές στα ελληνικά λέγονται οι κοιλιές, στα τούρκικα paça είναι το πόδι του ζώου, το κάτω μέρος του ποδιού. Η κοιλιά, το στομάχι στα τούρκικα είναι işkembe - εξ ου και σκεμπές - και ο πατσάς που τρώμε λέγεται işkembe çorbası, δηλαδή σούπα από κοιλιά. Το γεγονός ότι μια λέξη που στα τούρκικα σημαίνει πόδι στα ελληνικά έφτασε να σημαίνει κοιλιά είναι μια παρανόηση που την αιτία της πρέπει να την αναζητήσουμε στο μπέρδεμα που συμβαίνει στο καζάνι του πατσά.

Γιατί, ακριβώς, ο καλός πατσάς τα θέλει και τα δυο - τα ποδαράκια ν' αφήνουν το ζελέ τους και το κρέας τους να ξεκολλάει απ' το κόκαλο σχεδόν λιωμένο και τους σκεμπέδες να δίνουνε τη νοστιμιά... τα διάφορα κομμάτια του σκεμπέ, τόπι, νταμάρι, σβηστήρι και, κυρίως, το σκουρόχρωμο σαρδένι που είναι το γευστικότερο και το πιο βαρύ. Εννοείται, βέβαια, ότι ο πατσάς πρέπει να κόβεται επί τόπου και κατά παραγγελία. Πατσατζίδικο που έχει τον πατσά κομμένο εκ των προτέρων, μακριά.

Στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον, τα καρυκεύματα του πατσά είναι πρωτίστως το κόκκινο (ζουμί και λίπος από το καζάνι μαζί με λίγο ξύδι και γλυκιά πάπρικα), το σκορδοστούμπι (ψιλοκομμένο σκόρδο μέσα σε πολύ ξύδι για να κόβει το λίπος) και το μπούκοβο (τριμμένη ξερή πιπεριά, κόκκινη καυτερή). Αλλά είναι απολύτως ΟΚ και καθόλου φλώρικο να προτιμάει κανείς τον πατσά άσπρο, με λεμόνι και αλατοπίπερο.

Στην Ελλάδα, η κουλτούρα του πατσά είναι βόρειο πράμα - και δη Σαλονικιό, αν και υπάρχουν σοβαρά, παραδοσιακά πατσατζίδικα σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, ειδικά της Δυτικής. Και τη λέξη ντουζλαμάς παλιότερα μόνον επάνω την καταλάβαιναν. Ασφαλώς και στη Θεσσαλονίκη τώρα ο πατσάς είναι συνδεδεμένος με το ξενύχτι και το ποτό, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Για πρωινό έτρωγαν πατσά, πριν πιάσουν δουλειά, οι λιμενεργάτες και, τα καθώς πρέπει, ας πούμε, πατσατζίδικα της Εγνατίας -ο Λευτέρης και ο Ηλίας, κατά πρώτο λόγο- ήταν πρόσφορα για φτηνές οικογενειακές εξόδους τα βράδια του χειμώνα.

Για την γεωγραφία του πατσά στη Θεσσαλονίκη δείτε εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο-οδηγό της Λένας Καλαϊτζή-Οφλίδη. Και αξίζει να διαβάστε εδώ το σύντομο πεζογράφημα «Ο Ντουζλαμάς» του Γιώργου Γκόζη. Για όποιον θέλει να φτιάξει πατσά στο σπίτι, εδώ έχει μια καλή συνταγή και την περιγραφή της όλης διαδικασίας. Ποδαράκια και σκεμπέδες στη Θεσσαλονίκη πουλάνε δυο-τρία ειδικά χασάπικα που έχουν απομείνει στο Καπάνι.

Ευχαριστώ τον Χότζα που μου τα θύμισε όλα αυτά με το σχόλιο που έκανε εδώ. Το λήμμα, πάντως, είναι αφιερωμένο εξαιρετικά στον Άλλο, από τον Κύκλο των Χαμένων Σλανγκιστών, που την είχε αναφέρει τη λέξη ντουζλαμάς εδώ αλλά δεν την είχα προσέξει τότε.

  1. Το λοιπόν, εμένα θα μου φέρεις έναν ντουζλαμά, με κόκκινο, και πες του να βάλει και λίγο σαρδένι παραπάνω... για το φίλο μου εδώ θα φέρεις μια σουτζουκάκια σμυρνέικα με πιλάφι ... ναι, για την Έκθεση ήρθε, από κάτω... δε θέλει πατσά...

  2. Καλά, ρε αγόρι μου... ψιλοκομμένο είπαμε το κρεμμυδάκι... ντουζλαμά το 'κανες.

Περί ορέξεως ...πατσάς! (από allivegp, 20/12/09)ΑΜΑΝ. Στο 2:22 και μετά. (από patsis, 25/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

100% Σαλονικιά έκφραση. Παλαιάς κοπής και μάλλον παρωχημένη.

Ένα μπακγκράουντ, όσο να 'ναι, χρειάζεται.

Το Ασβεστοχώρι είναι ένα χωριό, προάστιο τώρα, 10 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη σε κοιλάδα στους πρόποδες του Χορτιάτη, σε υψόμετρο 400 μέτρων.

Είχε (δεν έχει) και ασβεστοποιΐες –εξ ων και το όνομα– που γνώρισαν μεγάλη άνθηση σχεδόν έναν αιώνα πριν χάρη στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του '17.

Είχε επίσης (και έχει) εξαιρετικό μικρόκλιμα –ξηρό και ευάερο. Πράγμα σπάνιο για την ευρύτερη περιοχή της Νύμφης όπου μονίμως ξυπνάς με το κεφάλι καζάνι. Και πράγμα ολίγον μυστήριο αν σκεφτεί κανείς ότι το Πανόραμα, δέκα λεπτά απόσταση και επίσης σε ύψωμα, την έχει την υγρασία του.

Τα ασβεστοκάμινα δεν μας αφορούν, το κλίμα τα μάλα. Διότι λόγω του κλίματος χτίστηκε στο Ασβεστοχώρι Σανατόριο το 1925 και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1966 οπότε και μετεξελίχθηκε στο σημερινό νοσοκομείο Παπανικολάου.

Ωσεκτουτού, στο μυαλό των μπαγιάτηδων μιας κάποιας ηλικίας το Ασβεστοχώρι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την φυματίωση. Και στην κυριολεξία της η φράση αυτός είναι για τ' Ασβεστοχώρι αναφερόταν κάποτε σ' έναν χτικιάρη που έπρεπε να μπει στο Σανατόριο για καθαρό αέρα, ξεκούραση και καλό φαΐ.

Όχι πια. Μ' έναν σκληρό σαρκασμό –που, νομίζω, βγαίνει πιο πηγαία στους επάνω παρά στους κάτω– η σημασία έχει ανατραπεί πλήρως και το είναι για τ' Ασβεστοχώρι απευθύνεται πλέον σε άτομο που μόνο φθισικός δεν είναι: σε κάποιον σίγουρα καλοζωισμένο και μάλλον κοιλιόδουλο, οπωσδήποτε υπέρβαρο και πιθανώς υποχόνδριο. Χρησιμοποιείται ευθέως, ως προσβολή στα μούτρα, και πλαγίως, ως και καλά διακριτικό σχόλιο για κάποιον τρίτο. Συνήθως ο στόχος είναι άντρας αλλά, κατά πώς λένε, εξαρτάται από τη γυναίκα.

Τι άλλο για το Ασβεστοχώρι; Εκεί γεννήθηκε το '44 ο Διονύσης Σαββόπουλος. Και, για κάποιον λόγο, είχε πάντα πολλούς Ηρακλειδείς και, μια εποχή, έναν από τους πιο δραστήριους γαλάζιους συνδέσμους. Εννοείται ότι τα μέλη του ΣΦΗ Ασβεστοχωρίου ήταν ευρύτερα γνωστοί ως φυματικές γριές. Χίλια χρόνια.

  1. — Καλά, και τρίτο πιάτο γιουβέτσι θα φας; Και μετά θα πας να την πέσεις κάνα τρίωρο και σιγά και να μην κάνεις καμμιά δουλειά σήμερα. Ήμαρτον, δηλαδή...
    — Έλα, ρε μάνα... νιώθω κομμένος τώρα τελευταία αφού...
    — Εμ, σε βλέπω αγόρι μου, δε σε βλέπω... έχεις ρέψει... για τ' Ασβεστοχώρι είσαι κι εσύ...

  2. — Ε, μη το λες, προσπαθεί η καημένη η Βέτα... και δίαιτα κάνει και γυμναστήριο πάει... πρέπει νάχει πέσει κάτω απ' τα εκατό...
    — Ναι, αλοίμονο, χάλια έχει γίνει... για τ' Ασβεστοχώρι είναι κι αυτή... είχα κατέβει στη Μοδιάνο χτες, στο Σερραϊκόν ήτανε... μια διπλή κιμά είχε χτυπήσει και της έφερνε και μια κρέμα για από πάνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πανάκριβο παλτό.

Η χρυσοπληρωμένη μετεγγραφή που περνάει το μεγαλύτερο μέρος της σαιζόν εκτός - όπως το γούνινο παλτό που ζει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στην κρεμάστρα στη ντουλάπα.

Οι αγοραπωλησίες βιζόν είναι η χαρά του ατζέντη.

Τα εύσημα στον electron που το ανέφερε σε σχόλιο εδώ.

- Μεταγραφές, τι λέει; Έχει στόχους, λέει, φέτος ο πρόεδρος...
- Ναι, νταξ, πάλι κανένα βιζόν Ουρουγουάης θα φέρει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθιερωμένη αργκό της ποδοσφαιρικής κερκίδας που έχει περάσει πια ευρύτατα και στις στήλες των αθλητικών εφημερίδων.

Ο όρος χαρακτηρίζει πλέον τον άχρηστο παίκτη γενικά αλλά η αρχική σημασία είναι πιο συγκεκριμένη. Παλτό, λοιπόν, λέμε ειδικότερα τον ποδοσφαιριστή που έρχεται στην ομάδα μετεγγραφή από το εξωτερικό με τυμπανοκρουσίες και ταρατατζούμ αλλά γρήγορα αποδεικνύεται λίγος και διαψεύδει παταγωδώς τις προσδοκίες των φιλάθλων.

Η λογική του χαρακτηρισμού είναι ευφυέστατη. Το παλτό, το ρούχο, το αγοράζουμε τέλη καλοκαιριού, αρχές φθινοπώρου, το φοράμε στα βαριά κρύα και με το που θα μπει ο Μάρτιος τόχουμε σηκώσει στη ντουλάπα με τη ναφθαλίνη. Το παλτό, τον παίκτη, τον φέρνουμε στις μετεγγραφές του Αυγούστου, παίρνει μια πίστωση χρόνου για να προσαρμοστεί και καλά στην «Ελληνική πραγματικότητα», παίζει κάποια ματς πριν και μετά τα Χριστούγεννα, τον παίρνουμε χαμπάρι και από τον Μάρτιο είναι πλέον μόνιμος ούτε καν στον πάγκο αλλά στην κερκίδα των επισήμων - που είναι, βέβαια, το ποδοσφαιρικό ισοδύναμο της ντουλάπας με τα χειμωνιάτικα.

Εκτός από παλτό, χρησιμοποιούνται και οι λέξεις πάλτουρας, παλτουδιά και (το προσωπικό μου φέιβοριτ) ημίπαλτο.

Η πανάκριβη μετεγγραφή που επίσης απογοητεύει λέγεται, βέβαια, βιζόν.

  1. Ακριβά χειμερινά ψώνια και βαριά θερινά «παλτά»,
    (Τίτλος από ΤΟ ΒΗΜΑ, 03/02/08)

  2. Είναι παλτό ή παίκτης κλάσης ο Σισέ; Πρέπει να σταθούμε στο γκολ, το δοκάρι, το έμμεσο, την κόκκινη που «κέρδισε» από τον αντίπαλό του ή πρέπει να σταθούμε στα άχαστα που έχασε σε έναν αγώνα που τροφοδοτήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά; Από εδώ

  3. Τον πήραμε παλτό! Τον πήραμε παλτό! Και μέσα σε έναν χρόνο, τον κάναμε Ετο'ο! (Χιουμορώδες γηπεδικό σύνθημα)

Η νέα σύνθεση του Παναθηναϊκού (από poniroskylo, 08/12/09)Ο Ετό\'ο. Δεν είναι παλτό. Και εδώ, δεν είναι και τραυματίας. (από poniroskylo, 08/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, τα χύμα τσιγάρα που κυκλοφορούσαν στην περίοδο της Κατοχής. Ήταν πολύ βαριά, σέρτικα. Είχαν καπνό κακής ποιότητας - συχνά έβρισκες μέσα τσαλιά και κοτσάνια - και γι' αυτό ήταν και πολύ φτηνά.

Λόγω ελλείψεων και φτώχειας, στην Κατοχή τα περίπτερα άρχισαν για πρώτη φορά να πουλάνε τσιγάρα χύμα. Έπαιρναν συσκευασίες των 100 τσιγάρων (κυλινδρικές), τις έσπαγαν και πουλούσαν τα τσιγάρα δέκα-δέκα ή και πέντε-πέντε. Ο χαρακτηρισμός στούκας παραπέμπει στα Γερμανικά βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως (Sturzkampfflugzeug) Junker-87 και, σύμφωνα με μια εκδοχή, οι καπνιστές έκαναν τον συσχετισμό γιατί τα τσιγάρα αυτά, από άποψη ποιότητας και μυρωδιάς, θύμιζαν μπαρούτι.

Αν και χύμα, τα στούκας δεν ήταν ανώνυμα. Λέγεται ότι η πρώτη μάρκα που κυκλοφόρησε στην Κατοχή στη συσκευασία των 100 με σκοπό την χύμα διανομή ήταν το 3αρι του Παπαστράτου. Στούκας συνέχισαν να κυκλοφορούν και μεταπολεμικά, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '60, και δημοφιλέστερο ήταν το ΕΘΝΟΣ Εξαιρετικά του Κεράνη. Και το 3αρι και το ΕΘΝΟΣ υπήρχαν και σε πακέτο, αλλά χύμα ήταν πιο φτηνά και τα προτιμούσαν άφραγκοι παππούδες και μαθητές. Για τους μαθητές ειδικά, τα χύμα τσιγάρα τους έλυναν και το πρόβλημα πού να κρύψουν το πακέτο όταν γυρνούσαν σπίτι.

Ο όρος έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα. Χρησιμοποιείται, κυρίως ειρωνικά, ασχέτως της τιμής τους, για τσιγάρα βαριά και με κακής ποιότητας καπνά, από κείνα που ξύνουν το λαιμό. Ενίοτε, ένα τσιγάρο χαρακτηρίζεται στούκας και για να υπογραμμίσει πόσο θεριακλής είναι αυτός που το καπνίζει.

  1. Ο «φύλακας» είχε στην τσέπη της χλαίνης του μια κούτα τσιγάρα «Έθνος». Ήταν τα πιο φτηνά τσιγάρα... Πουλιόντουσαν και χύμα. Τα λέγαμε και «στούκας». Κάθε κούτα περιείχε 100 τσιγάρα. (από επιφυλλίδα του Λευτέρη Παπαδόπουλου, το βρήκα εδώ)

  2. ... εχω ενα φιλο μεταλλα που ειναι πωρωμενος με τα PRINCE και λεει οτι οι μεταλλαδες θα πρεπει να καπνιζουν μονο PRINCE επειδη ειναι βαρυ τσιγαρο. Εγω οταν το πρωτοδοκιμασα δεν μου φανηκε για τσιγαρο ΣΤΟΥΚΑΣ, απλα νομιζω οι περισσοτεροι εβλεπαν τις αναλογιες (12-1.0-10) και αυτοματος το θεωρουσαν βαρυ τσιγαρο. (από το blog 'Τσιγάρων Κριτικές', εδώ)

7αρι (από MXΣ, 01/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified