Του αγίου πούτσου ανήμερα. Ποτέ.

Ναι, τα μικρά ζωάκια που τρώνε χορταράκι τα λέμε προβατάκια και ο καλός τσοπάνος τους κουρευει το μαλλάκι τακτικά και το πουλάει και παίρνει λίγα λεφτουδάκια και αγοράζει ρουχαλάκια και φαγάκι για τα παιδάκια του. Τα μεγάλα ζωάκια με τα κερατάκια τα λέμε αγελάδες και δεν τα κουρεύουμε. Ποτέ. Διότι δεν έχουν μαλλάκι. Μαντράχαλε ...

- Τα πήρες ρε τα λεφτά που σου χρωστούσε ο Χρηστάρας;
- Εεεε, όχι ακριβώς ... διότι, λέει, υπάρχει μια στενότης στην αγορά και οι υποχρεώσεις τρέχουν και τα λοιπά ... αλλά, λέει, μόλις λασκάρουν τα πράγματα σε δυο-τρεις μήνες αμέσως θα το τακτοποιήσει το θέμα ...
- Οοουκέι, στο αγελαδοκούρεμα, δηλαδή.

Got a better definition? Add it!

Published

Πολύ περιγραφική έκφραση που θέλει να δείξει ότι είμαστε πολύ κοντά στον επιθυμητό σκοπό. Χρησιμοποιείται σχεδόν κατά κυριολεξία, ότι δηλαδή είναι στο τσακ να μας κάτσει η γκόμενα, αλλά και μεταφορικά, ότι δηλαδή κοντεύει να τελειώσει μια δουλειά.

- Τι ακούω, Κωστάκη; Η Τζένη δεν σου κάθεται και σε φτύνει;
- Καλά, είσαι και πολύ μαλάκας. Ο μισός μέσα είμαι, ρε. Σαββατοκύριακο πάμε Χαλκιδική κι έχω κλείσει σουίτα στον Καρρά.
- Εεεεεντάξει, στον καναπέ θα κοιμηθείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, σημαίνει γαμάω –αλλά το λέω έτσι για να το φέρω πιο γλυκά, να μη το κάνουμε θέμα τέλος πάντων. Στην εκδοχή μας τον ακουμπήσανε, θέλει να πει μας τον κάτσανε. Με έναν πιο μουλωχτό ή πιο κομψό ίσως τρόπο, αλλά η ουσία είναι ότι, στο φινάλε, μας τον φορέσανε.

  1. - Αχ βρε Νώντα μου, δεν μπορώ απόψε, έχω λίγο πονοκέφαλο. - Έλα μανίτσα μου, τίποτα δεν είναι, να λίγο έτσι να στον ακουμπήσω, τίποτα δεν θα κάνεις εσύ, ένα τσιμπουκάκι στην αρχή αν ευκολύνεσαι... και μετά αράζεις...

  2. - Καλό το ρεστοράν, Θύμιο; Ακριβό;
    - Έ, όσο νά 'ναι... εξήντα ευρώ το άτομο βγήκε...
    - Α, εντάξει... Σας τον ακουμπήσανε κανονικά...

Χμ, όντως... (από vikar, 10/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Αρειανοί. Δίοικηση, παίκτες, οπαδοί και οποιοσδήποτε έχει ή είχε ποτέ σχέση με τον Άρη Θεσσαλονίκης. Τον χαρακτηρισμό έδωσαν αρχικά οι Παοκτσήδες, αλλά έχουν πλέον υιοθετήσει και οπαδοί άλλων ομάδων.

Συνώνυμα (σχεδόν): βρωμοσκούληκα, κάμπιες.

  1. Παοκτσήδικο σύνθημα, γενικής εφαρμογής.

Σκουλήκια βρωμερά
που ζείτε μεσ' στο χώμα
τη πούτσα μας θα πάρετε
μία φορά ακόμα

  1. Επίσης Παοκτσήδικο, αναφέρεται ειδικά σε μια υπόθεση όπου η απώλεια των δελτίων των ποδοσφαιριστών του Άρη οδήγησε σε μηδενισμό και υποβιβασμό.

Δεν ξέρετε πού είναι τα δελτία
πουτάνας γιοι, σκουλήκια αρειανοί
θα πάτε για καλύτερη πορεία
εκεί στη Βήτα Εθνική

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος σοβιετικών καταδιωκτικών αεροσκαφών. Επίσης, συλλογική ονομασία για τα σμήνη των καλλιτέχνιδων που ενέσκηψαν στην Ελλάδα - επίσης στην Κύπρο και την Τουρκία - από τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού στις αρχές της δεκαετίας του '90.

Τα γνήσια μιγκ ήταν κατασκευασμένα στη Ρωσία και την Ουκρανία, αλλά ο όρος χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά και για μοντέλα από άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, κυρίως την Τσεχία και, μάλλον απροσδόκητα, την Μολδαβία. Στην έκδοση export είχαν ύψος τουλάχιστον 1.75, διαστάσεις 36-25-34, ξανθό μαλλί και γαλανό μάτι που χάραζε κρύσταλλο στα 20 μέτρα. Οι γλωσσικές τους δυνατότητες ήταν μάλλον περιορισμένες: «πώς σε λένε;», «εμένα με λένε Νατάσα/Ταμάρα» και «δέκα χιλιάδες» το οποίο με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκε σε «διακόσια πενήντα γιούρο».

Τα πρώτα χρόνια τα Μιγκ είχαν τις βάσεις τους κυρίως στα επαρχιακά κωλόμπαρα, όπου χάρη στον προηγμένο επιχειρησιακό εξοπλισμό τους άκοπα έκαμψαν τις περιορισμένες ούτως ή άλλως αντιστάσεις των επί δεκαετίες στερημένων τοπικών παραγόντων και ρήμαξαν χιλιάδες αγροτικές περιουσίες. Βαθμιαία εξαπλώθηκαν σε τουριστικά θέρετρα και τα μεγάλα ξενοδοχεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Λευκωσίας και της Λεμεσού. Σήμερα τα μιγκ είναι πιθανότερο να τα συναντήσουμε σε διευθυντικούς ρόλους σε κτηματομεσιτικά γραφεία με Ρωσική πελατεία ή σε εταιρείες διοργάνωσης συνεδρίων.

- Τι καλλιτεχνικό γραφείο, ρε παραμυθά, σοβαρά μιλάς; Είχε πρίζες στο Αλλοδαπών κι έβγαζε βίζες για τα Μιγκ. Έτσι τά 'κανε τα λεφτά.

(από Khan, 29/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, φλώρος που το παίζει σκληρός. Και καλά.

- Θα του κάνω τα μούτρα κρέας, θα το γαμήσω το πουστράκι το ιμο.
- Ίσα ρε γαμαωδέρνουλα. Κατούρα και λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμήσι. Όταν προηγείται απόλυτο αριθμητικό όπου ν>1 σημαίνει γαμήσια απανωτά, σερί.

Χρησιμοποιείται και ως μονάδα μέτρησης της καύλας που διεγείρει μια γκόμενα όπου:

ούτε ενα τεμ. = απολύτως persona non koukou
ένα τεμ. = για ψυχικό, στο ολότελα, δεν έχει τίποτε και η τηλεόραση
δύο τεμ. = μωρό μου, πρέπει να γνωριστούμε καλύτερα
τρία τεμ. = γουστάρω, γουστάρω, γουστάρω
4+ τεμ. = αμπαλαέα, εα

Προέρχεται από το τεμάχιο, αλλά σε αυτό το σκηνικό χρησιμοποιείται μόνον η συντομευμένη μορφή.

  1. Βιαζότανε, την περίμενε β γνωστός παπαρολεβιές, αλλά πρόλαβα και έριξα δύο τεμ.

  2. Αυτήν; Το μπάζο; Από μένα, αγόρι μου, ούτε ένα τεμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πού μέσα;

Κατά τ'άλλα, κοινή έκφραση δηλωτική απογοητεύσεως, αποτυχίας, βαρεμάρας κλπ, δηλαδή χέστα κι' άστα, άστα και βράστα, μη την ψάχνεις, μπλέξαμε και γενικώς την κάτσαμετη βάρκα.

Είναι το πρώτο συστατικό των πολύ παραστατικών εκφράσεων «χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι» και «χέσε μέσα Αποστόλη που δεν πήραμε την Πόλη», που αφήνουν να εννοηθεί ότι η αποτυχία κάπου ήταν προδιαγεγραμμένη και ίσως και ότι κάπου κι εμείς βάλαμε το ρημάδι το χεράκι μας. Εικάζεται - και, ασφαλώς, ελέγχεται - ότι αυτές οι δυο εκφράσεις χρονολογούνται από την Μικρασιατική Καταστροφή.

- Και πάω για το διαβατήριο το καινούργιο με το τσιπάκι και στήνομαι πέντε ωρίτσες και έρχεται κάποτε η σειρά μου και μου λέει αυτή η ενημερότητα είναι παλιά και οι φωτογραφίες έχουν σκιές ... και σιγά καν να μην τα προλάβω όλα απ'την αρχή σε δυο μέρες που φεύγουμε ... χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι, για να μη στα πολυλογώ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωπικά είδη. Μάλλον γυναικεία. Μπορεί να περιλαμβάνουν και είδη προικός και νεωτερισμών π.χ. κεντημένες μαξιλαροθήκες. Very useful. Λέξη που ουσιαστικά έχει διασωθεί χάρη στους στιχουργούς του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.

Απαντάται και ως τσαμασίρια, χωρίς π.

  1. Βαρέθηκα-βαρέθηκα, Στίχοι-Μουσική: Τάκη Μουσαφίρη

Μα θα πάρω τα τσαμπασίρια μου
θα πάω κάπου αλλού,
βαρέθηκα-βαρέθηκα τα σούξου-μούξου του,
βαρέθηκα-βαρέθηκα τα σούξου-μούξου του.

  1. Το ντιβάνι, Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Μουσική: Β.Τσιτσάνης

Αφού δεν τα κατάφερες να πας με τα νερά μου, μάσε τα τσαμασίρια σου και στο καλό κυρά μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενα ευτελούς συνήθως αξίας και εξαιρετικά αμφιβόλου χρησιμότητας τα οποία θεωρούμε απολύτως απαραίτητα και σέρνουμε μαζί μας όπου κι αν πάμε. Χαρακτηριστικά, η πλήρης οικοσκευή που φορτώνει στη σχάρα του Χιουντάι η μέση Ελληνική οικογένεια όταν πάει πουσουκού στο «κτήμα». Επίσης, το περιεχόμενο της τσάντας με τις πολλές θήκες του κάθε ερασιτέχνη φωτογράφου που έχει να δείξει παρουσία τουλάχιστον σε μια έκθεση. Ό,τι έχει μέσα το μέσο γυναικείο νεσεσέρ.

Δεν παίζεται η Ρούλα. Είπε να 'ρθει να μείνει ένα βράδυ διότι τη σούταρε ο δικός της και κουβάλησε όλα τα τσιμπράγκαλά της κι εγκαταστάθηκε. Ως και το γουόκ έφερε διότι, λέει, κάνει μια δίαιτα Κινέζικη και τα λαχανικά πρέπει να είναι τραγανά. Έλα μουνί στον τόπο σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified