Ήρθε κι έδεσε. Τα βρήκαμε τα λεφτά μας. Την κάτσαμε τη βάρκα.

Ομόηχα: πέσαμε μούτσο, παίξαμε μούτσο

Καμία σχέση: μάτσα μούτσα, αφεντομουτσουνάρα, ο μούτσος που γαμούσαμε έγινε καπετάνιος

Μάιστα ... Δέσαμε μούτσο ... Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί ...

(Σ.σ. - το γεγονός ότι ορισμός και παράδειγμα βγήκαν μόνον με εσωτερικά λυνξ = δείγμα ωριμότητας του slang.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεισματάρης. Αγύριστο κεφάλι.

Ρήμα: μουλαρώνω

Έτσι και πει ένα πράμα, δεν το αλλάζει. Μουλάρι σκέτο. Στυλώνει τα πόδια και λέγε εσύ...

ανάγνωσα μιαν αγγελία για κάποιο μουλάρι (από Fotis Nitsiopoulos, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύνω στα μούτρα.

Προφανής παραπομπή στην αγιαστούρα με την οποίαν οι παπάδες ραντίζουν και ευλογούν το εκκλησίασμα.

Σχετικά λήμματα: την έβγαλα ασπροπρόσωπη, τον έδωσα λουκάνικο

- Μα μου, δεν ξέρω, δεν κάνω ... πάρ' τα μωρή άρρωστη, της λέω ... και την ευλόγησα κανονικά ... αφού, μανίτσα μου, της λέω μετά, το ξέρεις ότι οι πρωτεΐνες κάνουν καλό στο δέρμα ... σα μάσκα προσώπου είναι ... μόνο πιο υγιεινό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτική συνεύρεση, γαμήσι.

Ορισμένοι εννοούν την πρώτη φορά που παίρνεσαι με κάποιαν /-ον, αλλά δεν είναι απαραίτητα έτσι.

Λέγεται και βάφτιση.

Δες και ευλογάω, πιτσιλάω

- Ρε Μάκη, μας έστησες χτες.
- Παιδιά, χίλια συγνώμη. Μου προέκυψαν κάτι βαφτίσια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified