Παράδειγμα εδώ

Μαστίγιο από ξεραμένο πέος βοδιού. Για να πονάει περισσότερο την βάζουν στο νερό. Ωρέ βρεμέν βοϊδόπτσα πους χρειάζιτι! Να σι πιακου με μια βοϊδόππτσα, νασαλλάξς τα φώτα.

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα:
Αγάνωτος= Αυτός που δεν γανώθηκε, ο χωρίς κασσίτερος. Η επικασσιτέρωση. Έμειναν αγάνωτα τ' αγγιά, (τα κατσαρολικά).

Αγάνωτη= Αυτή που δεν γαμήθηκε. Τι να την κανς μωρ΄ αυτήνια αγάνωτη είνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα: Αλάρωτος= Αυτός που δεν λαρώνει, που δεν ησυχάζει.

Το πδί αυτό ωρέ δε λαρώνει πθεινά .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλιά = Αλίμονο.

Παράδειγμα: Αλιά απ' αυτόν που πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμούν: Έγινε άφαντος, εξαφανίστηκε.

Παράδειγμα: Πού χάθηκε ωρέ ο Μήτσος; Εξαφανίστηκε ωρέ.

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα: Τα βάτα.

Πούσουν ωρέ χαμένου κι γρατζουνίθκες α; Σι κάτ βατσνιές ιδώ σιακάτ.

Got a better definition? Add it!

Published

Βουζοκράτ'= Ο στηθόδεσμος

Παράδειγμα: Πού τόχς μαρή το βουζοκράτ' α; Τισει έτς;

Got a better definition? Add it!

Published

Γανώνω= γαμάω

Σιαφάκωμα = Το γαμήσι.

Σιαφακώνω = Γαμάω.

Απαφτώνω= Κάνω έρωτα.

Γάμσα = Αόριστος του γαμώ. Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά π.χ. Χθες γάμσα μια μανάρα αλλά και μεταφορικά όπως στις εκφράσεις: "Την γάμσα" δηλαδή έπαθα ζημιά, πόνος, αρρώστια κ.λ.π.

Παράδειγμα: Γαμάω την γκόμενα. Τν γάνωσε. Την καβάλισι στουν πάτο απ' το χωράφ'. Ντρουπές πράματα αμ' πώς.. τς είδαν ούλοι σλέω!

Παράδειγμα: Τη σιαφάκωσι ο Γιορς τη Μαγδάλω.

Παράδειγμα: Τς πιάσαν ωρέ στ' αχούρ του Γιορ ν' απαφτώνονται. Ούϊ ντρουπή......

Got a better definition? Add it!

Published

Γκαλιουρίζω = Αλληθωρίζω.

Παράδειγμα: Τι να τον καμς μαρή τον Γιορ α ; Ίνι γκαλιούρς! Τήρα τον ωρέ ντίπ γκαλιούρς είνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα: Το γαϊδούρι.

Ωι τί γκάτζιους ίσι συ ξωπαρμένο ντίπ. Ακσις τισουπα; Φεύγα ωρέ απουδαύτουν....

Got a better definition? Add it!

Published