Άγριο μεθύσι πολυπληθούς παρέας, μεγάλης διάρκειας (άνω των 8 ωρών). Συνήθως ξεκινά μεσημεριανές ώρες με την ατάκα «Λες να πιούμε μια μπύρα;» και καταλήγει σε διαλυμένα μαγαζιά, σπασμένα σκαμπό-καρέκλες, πεταμένα χαρτονομίσματα στη μούρη του μπάρμαν, μπουνιές, κλωτσιές, αυτόφωρα κ.ο.κ.

Οι συμμετέχοντες αποκαλούνται μακελάρηδες, ενώ αυτός που θα γίνει περισσότερο χάλια απ' όλους παίρνει τον τίτλο του αρχιμακελάρη. Στη σπάνια περίπτωση που στο μακελαρισμό συμμετέχει γυναίκα, αποκαλείται επίσης «μακελάρης», εκτός αν πρόκειται για νεαρής ηλικίας κοπέλα, οπότε χρησιμοποιείται ο όρος «μακελαρίτσα».

Απαγορεύεται αυστηρά να κανονιστεί μακελαρισμός εκ των προτέρων.

Δε θυμάμαι ούτε ποιος με πήγε σπίτι χθες. Μιλάμε για τεράστιο μακελαρισμό.

Θυμάσαι τότε που είχαμε μπλέξει από το πουθενά σε αυτό το μπαρ; Μαλάκα, τι μακελαρισμός ήταν αυτός;

Τι μακελάρης είναι αυτός ρε; Τον άφησα στις 14:30 να πίνει μπίρες και τον ξαναείδα στις 4:00 τη νύχτα σε άθλια κατάσταση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαίο κίνημα που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας. Αποτελείται από τους τσουρέλες (θηλ. τσουρέλω), δηλαδή άτομα που επιβιώνουν τσουρελιάζοντας από τους συνανθρώπους τους.

Συνώνυμα: Τσίπης, τσιγγούνης.

Κέρνα καμιά φορά κι εσύ ρε μαλάκα. Μην τσουρελιάζεις συνέχεια.

-Έχεις τσιγάρα;
-Όχι, μου τα κάπνισε όλα ο άλλος ο τσουρέλας.

Ρε τι τσουρέλας είναι αυτός; Δεν έχει βάλει ποτέ το χέρι στην τσέπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified