Οδηγώ με τέρμα γκάζι, χωρίς αύριο.
Επίσης, και τέζες...
- Τέζες το πάει το εργαλείο ο Μητσάρας!
Βλ. και τελικιάζω, φουλάρω, πιάνω τελικές, κομμάτια, πηγαίνω, σανιδώνω
Got a better definition? Add it!
Κόντρα που ξεκινάει με τους κοντράκηδες εν κινήσει, με πρώτη ταχύτητα στο κιβώτιο, σε αντίθεση με τη συνηθισμένη πρακτική που τη θέλει να ξεκινάει από στάση όταν ανάψει πράσινο το φανάρι.
Συνήθως προκύπτει όταν ο ένας απ' τους δύο δεν έχει αρχικά διάθεση για κόντρα και ξεκινάει χαλαρά, οπότε τελευταία στιγμή αντιλαμβάνεται ότι ο άλλος έχει διάθεση και θέλει να τσαγιάσει...
Got a better definition? Add it!
Εξ Αγρινίου προερχόμενο, σημαίνει κάνω μια δουλειά ταχύτερα, βιάζομαι...
Ανάγκασε ρε Μήτσο το άρμεγμα, θα ξινίσει πριν πήξουμε το τυρί...
Got a better definition? Add it!