Κατηγορία ομοιόμορφων trendy νέων ηλικίας 13-18, συνήθως από Β. Π., που λιώνουν στα Starbucks της γειτονιάς τους με τις ώρες (συν. έχουν μαλλί κουνουπίδι).

Αυτά τα starbuckάκια είναι τόσο ίδια μεταξύ τους, που δεν ξεχωρίζεις το ένα από τ' άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνομοταξία ανθρώπων της φυλής των Ρομά (αλλιώς απλά τσιγγάνος).

  2. Ο τελείως ξεφτίλας άνθρωπος, ο βρωμιάρης, ο τσιγγούνης, ο άνθρωπος χωρίς τρόπους κλπ.

Εμφανίζεται συχνά και ως γύφτουλας.

- Πάλι στην τράκα την έβγαλε ε; - Αφού είναι γνωστός γύφτος!!

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωνή επιδοκιμασίας του κοινού κατά την προβολή ερωτικών ταινιών την στιγμή που ο πρωταγωνιστής ολοκληρώνει το έργο του -συνοδευόμενη συνήθως και από χειροκρότημα.

(Πρωταγωνιστής) -Πάρτα μωρή άρρωστη!!!
(Κοινό) -Άξιος άξιος!!!!!

(από joe909, 19/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά οι οπαδοί της Ν.Δ., αλλά και ειδικότερα αυτοί που έχουν καβατζωθεί σε όλον τον Δημόσιο Τομέα (αλλιώς: τα γαλάζια παιδιά).

- Έχουν κυριεύσει όλο το Υπουργείο τα στρουμφάκια.

(από GATZMAN, 29/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για μεθύστακες εμπνευσμένη από τον αθάνατο ελληνικό ήρωα των ταινιών του 50-60.

Κάθε μέρα ο γέρος μου γυρνάει μεθυσμένος. Έχει γίνει Ορέστης Μακρής.

(από rigo21, 07/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ένας άνθρωπος που έχει ξεπεράσει τα επίπεδα ενός απλού μαλάκα.
  2. Αθάνατη ελληνική έκφραση των ελληνικών cult ταινιών των 80's.

- Πού πας με αυτό το σαράβαλο ρε ολυμπιονίκη μαλάκα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καταδότης, το καρφί, ο χαφιές.
Έκφραση εμνευσμένη από τον αγαπημένο κακό των παλιών ελληνικών ταινιών.

- Κατάλαβες τι έκανε το κωλόπαιδο; Μας κάρφωσεο ο βρωμο-Ανέστης Βλάχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυφλός, ο γκαβούλιακας.

(Γεωργίου): Η διαφορά είναι τόσο εμφανής που την βλέπει και ο Ανέστης Βλάχος με το προσελάνινο μάτι!!!

(από polemarxos90, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified