Μύξα που αποβάλλουμε κλείνοντας το ένα ρουθούνι και φυσώντας δυνατά από το άλλο, με στόχο συνήθως το πεζοδρόμιο (έδαφος γενικότερα). Αποτελεί συνήθη πρακτική των λεωφορειατζήδων, στα τέρματα. Η μονομιάς αποβολή (εκτόξευση) όλης της φτύξας αποτελεί δείγμα καλής προπόνησης. Ωστόσο αν η φτύξα κρέμεται από το ρουθούνι, συμβάλλει σε maximum effect.

- Κι εκεί που καθόμουν ήρεμα κι ωραία, νιώθω κάτι υγρό στο σβέρκο μου. Ο πισινός μου, είχε ρίξει τη φτύξα του πάνω μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μύξα που τη ρουφάμε με δύναμη, την κατεβάζουμε στο λαιμό, και τη φτύνουμε από το στόμα... Το χρώμα της ποικίλλει από βαθύ καφέ, μέχρι πράσινο. Προκαλεί αηδία σε όλους τους γύρω.

- Αμάν με τις φτύξες σου ρε φίλε... Είσαι αηδία!
- Ε, έχω κρυώσει ρε μαν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το κλαπαρχίδας + ναύαρχος (άτομο με εξουσία και αξιώσεις στο χώρο του -master of their domain). Χρησιμοποιείται ειρωνικά για τον κατά περίσταση γαλονά, αρμόδιο κτλ.

Με στέλνανε από το ένα γραφείο στο άλλο σαν το μαλάκα. Στο τέλος βουτάω μια γραμματέα εκεί και της λέω «Φέρε μου τον κλάπαρχο μωρή, μην τα σπάσω όλα εδώ μέσα, γιατί άκρη δε βγαίνει!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυρα-Κατίνα της γειτονιάς, η κουτσή Μαρία, μια τυχάρπαστη κυρία, απ' αυτές με τον χοντρό κώλο που περπατάνε με 10 σακκούλες ψώνια στη μέση του δρόμου.

- Πάτα λίγο γκάζι να φτάσουμε κάποτε!
- Τι να πατήσω εδώ μέσα στα στενά... Να πεταχτεί η κυρία Χατζηκωλάρα και να την πληρώνω για καινούργια μετά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει αρχίδια. Χρησιμοποιείται αποκλειστικά στον online γραπτό λόγο. Κάποιοι λένε οτι τα δύο @ μοιάζουν με αρχίδια. Όμως, μιας και δύο Ο μοιάζουν περισσότερο, οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από το @ρχίδι@.

-Brikes lisi telika?? -@@

-Mpike simera o sjkfg_123?
-Ksero go to mlk? St' @@ mou....

(από nick, 04/12/09)

Δες και στα παπάκια μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται ειρωνικά στα μεγάλα γυαλιά, με χοντρούς φακούς (πατομπούκαλα, γυαλαμπούκες κτλ).

- Δε βλέπω τι λέει...
- Ε βάλε τα κυάλια σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ μπάρμπας, παππούς. Άμα λάχει και ξεμωραμένος. Συνήθως με λίγα δόντια και πηγούνι που πλησιάζει τη μύτη. Θηλυκό: μουστόγρια.

- Μέχρι να περάσει τον δρόμο ο μουστόγερος, χάσαμε 10 φανάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τοn γνωστό Κύκλωπα της μυθολογίας. Χαρακτηρισμός για στραβούς, τυφλούς, κυρίως οδηγούς.

- Πού πας ρε ηλίθιε; Δε βλέπεις το STOP; Πολύφημε!

να πα να βαλ\'ς γυαλιά ρεεεεε (από xalikoutis, 20/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκράπας, ο κακός μαθητής, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως.

- Μήδεν στα θρησκευτικά ρε;! ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ;! «ΣΛΑΠ!» Κουμπούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Ο ό,τι νά 'ναι, ανώνυμος, τυχάρπαστος.

-Μου χάλασε το στέρεο. -Ε, σου 'πα να μην πάρεις μάρκα Σκορδομπούτσογλου...

Δες και -ογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified