Κοινώς, τον παίρνει. Για ευνόητους λόγους η έκφραση είναι ιδιαιτέρως παραστατική.

Όπως είπε και ο Ισαάκ Νεύτων μεταξύ άλλων, στέκομαι πάνω στους ώμους γιγάντων και δράττομαι της ευκαιρίας να συμπληρώσω την εμβληματική δουλειά του χρήστη tarantula, επεκτείνοντας τη λίστα με τις παρεμφερείς εκφράσεις, μνημείο της ευρηματικότητας και επινοητικότητας του Έλληνος.

Τα παραδείγματα δεν εξαντλούν τη λίστα αλλά αποτελούν μία καλή αρχή προς επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, ο οποίος είναι η χρήση μίας μοναδικής έκφρασης ανά αδελφή εντός του ελλαδικού χώρου.

τα βερνικώνει τα φασόλια
τα κουνάει τα ζάρια
τα λέει τα κάλαντα
τα τραβάει τα βυζιά της πεταλούδας
τη βάζει τη κάλτσα στο συρτάρι
τη γαργαλάει την μπάμια
τη γυαλίζει την κάννη
τη γυρνάει τη μπετονιέρα
τη ζευγαρώνει την κάλτσα
τη μαδάει τη μαργαρίτα
τη μαδάει την παπαρούνα
τη μαρκαλίζει την κατσίκα
τη ματσακονιάζει τη βάρκα
τη ρυθμίζει την ένταση
τη σουρώνει την κουρτίνα
τη σουρώνει την ψαρόσουπα
τη στύβει την αντσούγια
τη φυσάει την σούπα
τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
την αδειάζει την μπομπονιέρα
την ανοίγει την πίσω πόρτα
την ζουπάει την κέτσαπ
την καβουρδίζει την καραμέλα
την καθαρίζει την οδοντόβουρτσα
την καίει τη βάτα
την καρφώνει την μπαγλαντόπηχα
την καρφώνει την τσιμούχα
την κομποζάρει την πολυθρόνα
την κουνάει την αχλαδιά
την κουνάει την καμπάνα
την κρατάει την τιάρα
την κυνηγάει την πέρδικα
την ματσακονιάζει τη βάρκα
την ξελεπιάζει την ζαργάνα
την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
την ξυρίζει τη μασχάλη
την οπισθογραφεί την επιταγή
την παριστάνει τη μπασκέτα
την παριστάνει τη σκούπα
την πλένει την εξωλέμβιο
την τζαγκουρνάει την πεύκα
την τινάζει την βερικοκιά
την τυπώνει τη σελίδα
τις βλέπει τις ειδήσεις των 8
τις γυρίζει τις μπριζόλες
τις μαζεύει τις ελιές
τις παίζει τις χορδές
το αλατίζει το γιαούρτι
το αρμέγει το φίδι
το βάζει το βέλος στη φαρέτρα
το βάζει το καλαμάκι στο φραπέ
το βάζει το ταψί στο φούρνο
το βγάζει το καπέλο
το βιδώνει το τιρμπουσόν
το γρασάρει το ρουλεμάν
το γυαλίζει το πόμολο
το γυαλίζει το σκαρπίνι
το γυαλίζει το φυνιστρίνι
το δαγκώνει το αντίδωρο
το δαγκώνει το μαξιλάρι
το δένει το μπουρνούζι
το δίνει το μπουρμπουάρ
το διπλώνει το σεντόνι
το εξαερώνει το καλοριφέρ
το ευλογάει το γένι
το ζυμώνει το μπιφτέκι
το καβουρδίζει το φιστίκι
το κανελώνει το ριζόγαλο
το καταπίνει το κουκούτσι
το κουνάει το μίλκο
το κουρδίζει το ρολόι
το κρατάει το δόρυ
το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
το κρύβει το σαλάμι
το λαδώνει το σασμάν
το λαδώνει το τηγάνι
το λερώνει το πουκάμισο
το μαζεύει το λάστιχο
το μακιγιάρει το μπαρμπουνάκι
το μασουλάει το τουλουμπάκι
το μαστιγώνει το δελφίνι
το ματώνει το γόνατο
το μελώνει το παστέλι
το ξεβγάζει το πινέλο
το ξεπλένει το μαρούλι
το ξύνει το μολύβι
το ξυρίζει το ακτινίδιο
το πάει σούζα το τρίκυκλο
το πάει το γράμμα
το παρκάρει το μηχανάκι
το πατάει το γκαζι
το πεταλώνει το μυρμήγκι
το πιπιλίζει το καλαμάκι
το πλάθει το σουτζουκάκι
το πνίγει το κουνέλι
το ρουφάει το μύδι
το σηκώνει το σακάκι
το σηκώνει το χειρόφρενο
το σκουπίζει το μπαλκόνι
το στρώνει το σεντόνι
το στύβει το λεμόνι
το σφίγγει το καπάκι
το σφίγγει το μπουλόνι
το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
το τεντώνει το σεντόνι
το τινάζει το χαλί
το τραβάει το καζανάκι
το τρίβει το πιπέρι
το τσουλάει το διφραγκάκι
το τυλίγει το καλώδιο
το φοράει το περουκίνι
το φτύνει το κουκούτσι
το φυσάει το αχνιστό
το φυσάει το καλάμι
το χαϊδεύει το τριζόνι
το χαστουκίζει το δελφίνι
το χορεύει το λάτιν
το ψέλνει το ευαγγέλιο
το ψήνει το μπιφτέκι (κι από τις δυο μεριές)
τον αδειάζει το σκουπιδοτενεκέ
τον απλώνει τον τραχανά
τον αχνίζει τον κουραμπιέ
τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα
τον βαφτίζει τον Αλβανό
τον βοσκάει τον κένταυρο
τον βουτάει τον κολιό στο ξύδι
τον γυαλίζει τον αστακό
τον ζωγραφίζει τον πίνακα
τον κάνει τον σημαιοφόρο
τον μπουγελώνει τον παπαγάλο
τον ντραλονάρει τον καναπέ
τον ξεπατώνει τον αργαλειό
τον ξηλώνει τον καβάλο
τον πάει καλά τον σκαραβαίο
τον πάει τον απορροφητήρα
τον παλουκώνει τον δράκουλα
τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
τον πνίγει τον ιππόκαμπο
τον στρίβει τον ντολμά
το τινάζει το μυτζηθροκούλουρο
τον τσουρουφλίζει τον αστακό
τον φεσώνει τον περιπτερά
τον φτύνει τον ταραμά

Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο ότι η συνδήλωση της ομοφυλοφιλίας οφείλεται αποκλειστικά στα συμφραζόμενα και τα εξωγλωσσικά στοιχεία και την σύνταξη προληπτική αντωνυμία + ρήμα + έναρθρο ουσιαστικό και καθόλου στις λέξεις που αποτελούν τη φράση. Έχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο της υπό συνθήκες παραγωγής νοήματος από την σύνταξη της πρότασης και μόνον, εξ ου και η εν τέλει ανεξάντλητη ποικιλία των φράσεων αυτού του τύπου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός / ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ, πολιτικού κώματος της Αριστεράς, άκα τΣΥΡΙΖΑ και ΣφΥΡΙΖΑ από διάφορους κακεντρεχείς και σκατόψυχους.

Μέχρι πρότινος δεν είχε προκύψει θέμα με το πώς θα αποκαλούνται οι οπαδοί του, διότι ήταν απλώς γνωστοί μεταξύ τους αλλά και στο ευρύ κοινό με τα μικρά τους ονόματα, π.χ. Γιώργος, Πέτρος, Γιάννης, Αλέκα, Ελενίτσα κλπ. Μετά την εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μάη όμως που ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε ποσοστό της τάξεως του 17%, αυτό δεν είναι πλέον εφικτό ή πρακτικό, εξ ου και η ανάγκη για συλλογική αναφορά σε οπαδούς / ψηφοφόρους με τον προαναφερθέντα όρο.

Για την ιστορία, οι οπαδοί της ΝΔ λέγονται Νεοδημοκράτες, του ΠΑΣΟΚ λέγονται Πασοκτσήδες, Πασοκτζήδες ή και Πασοκατζήδες, του ΚΚΕ λέγονται Κουκουέδες, Κομμουνιστές, Κνίτες (όταν είναι μικροί ακόμα), του ΛΑΟΣ δεν έχει σημασία μετά από το ποσοστό που πήρε, της Χρυσής Αυγής λέγονται Χρυσαυγίτες ή χρυσά αυγά, των Ανεξάρτητων Ελλήνων λέγονται well... Ανεξάρτητοι Έλληνες ή Καμμένοι και της Δημοκρατικής Αριστεράς το συζητάνε ακόμα γιατί το Δημαρίτες δίνει τρελή αβάντα στον Γ. Δημαρά και δεν είμαστε τώρα για τέτοια.

- Είδες ο Αλέξης; Καλά τους τα 'πε στο Προεδρικό...
- Πας καλά ρε; Από πότε μας προέκυψες εσύ Συριζαίος; Εσύ δεν ήσουν πασοκόσαυρος του κερατά και μας ζάλιζες τ' αρχίδια με τον υποβρυχιάκη και τον ΓΑΠ;
- Ε, ναι, εντάξει, αλλά τώρα με το Μπένυ μου κάθησε κάπως...
- Ρε δε λες ότι χέστηκες με το μνημόνιο μη χάσεις τη θεσούλα σου... Α, ρε δημόσιο φορέβα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινομενικά αθώο ρήμα της νεοελληνικής, το οποίο δεν προσφέρεται για λημματογράφηση, λέτε εσείς τώρα...

Για τους Σαλονικιούς εξ ημών, το ρήμα κατεβαίνω έχει, μεταξύ των γνωστών κυριολεκτικών σημασιών, δύο ακόμα:

  • πηγαίνω στο κέντρο της πόλης - απ' οπουδήποτε βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχει σημασία αν είμαι στην Καλαμαριά (ανατολικά) ή στην Πολίχνη (δυτικά), αν πηγαίνω κέντρο και είμαι Σαλονικιός, τότε «κατεβαίνω κέντρο».
  • πηγαίνω στην Θεσσαλονίκη από τη Χαλκιδική. Αν το προηγούμενο έχει κάποια λογική (πχ αν είμαι στο Πανόραμα, από το οποίο το κέντρο είναι όντως κάτω), αυτό εδώ είναι εντελώς σουρεάλ διότι στο φινάλε η Χαλκιδική (ο νομός όλος) είναι κάτω από τη Θεσσαλονίκη. Εν πάσει περικυκλώσει όμως, αν πρέπει να πας Θεσσαλονίκη από Χαλκιδική, «κατεβαίνεις Θεσσαλονίκη».
  1. - Κατεβαίνει κανείς κέντρο ρε δερβίσια να με πετάξει στη μάνα μου; Έχει κάνει γεμιστά και δεν είναι να τα χάνω.
    - Χαλαρά δικέ μου. Πάμε να τσιμπήσουμε και μετά πάμε για καμιά φραπεδιά στο Θερμαϊκό.

  2. - Πώς περάσατε το σουκού στη Χανιώτη;
    - Νταξ, μιά χαρά, δε λέω... Αφού σαν τη Χαλκιδική δεν έχει ρε φιλαράκι, το ξέρεις. Αλλά το απόγευμα της Κυριακής που είπαμε να κατέβουμε Θεσσαλονίκη, φάγαμε ένα παλτό από την κίνηση, κάτσε καλά... Τρεις ώρες... Τους κωλοαθηναίους μου μέσα ρε πούστη, ένα δρόμο δε μπορούν να κάνουν εδώ πάνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι γνωστό από την αρχαιότητα ότι ο άνθρωπος, όταν είναι τσακωμένος με τα σαπούνια, είναι παραγωγός των πλέον βρωμερών οσμών που έχουν καταγραφεί στο γνωστό σύμπαν. Αυτό που ταλαιπωρεί όμως ακόμη τους επιστήμονες αλλά και τους ερασιτέχνες είναι το κατά πόσον τα πρωτεία στον άτυπο αυτό διαγωνισμό μπόχας κατέχουν τελικώς οι άντρες ή οι γυναίκες.

Ξεκινώντας, θα ήθελα να καταθέσω ότι από την βρεφική ηλικία ξεκινάει η παραγωγή απίστευτης μπόχας, την οποία οι δυστυχείς αποδέκτες δεν μπορούν να εκτιμήσουν δεόντως διότι είναι στις περισσότερες περιπτώσεις οι (ευτυχείς;) γονείς του μποχοπαραγωγού βρέφους και άρα μη αντικειμενικοί κριτές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη έκδοση κωλίλας είναι ανεξάρτητη φύλου (gender-neutral για τους αγγλομαθείς), αλλά από τη νηπιακή ηλικία και όσο το άτομο βαδίζει προς την ενηλικίωση, η παραγωγή μπόχας εξειδικεύεται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Όπως ίσως είναι αναμενόμενο, η εξέλιξη της προαναφερθείσας μπόχας συνεχίζει να είναι κοινή σε άνδρες και γυναίκες και επιτείνεται από την ύπαρξη ταρζανιδίων (εντάξει, πιο συχνά σε άνδρες λόγω τριχοφυίας, αλλά... τέσπα, δεν θέλω να μπω στο θέμα αυτό...).

Σε εκτενείς έρευνες διακεκριμένων επιστημόνων έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η μουνίλα σ' όλες τις εκδοχές της είναι ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η μποχοπαραγωγική δεινότητα των γυναικών, με κορωνίδα την «των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)». Η συγκεκριμένη μπόχα έχει οδηγήσει τους άντρες στην εφεύρεση ειδικών αντιμποχικών τεχνικών (βλ. τεστ ντράιβ) προς αποφυγήν δυσάρεστων εκπλήξεων.

Σ' ό,τι αφορά τους άντρες τα πράγματα είναι περιέργως πιο πολύπλοκα. Ενώ στις γυναίκες γίνεται λόγος για διαφορετικά είδη της ίδιας μπόχας (μουνίλα), στους άντρες υπάρχουν διαφορετικά είδη, των οποίων το τυρί αποτελεί τη ναυαρχίδα και αποστωμοτική απάντηση στις γυναίκες για λόγους που εξηγούνται παρακάτω. Έτσι, η ανδρική προσπάθεια ξεκινάει από την generic βαρβατίλα. (κατά ironick: Xμμμ, λοιπόν, η μυρουδιά της βαρβατίλας είναι κάτι που σε παίρνει από τα μούτρα, ξεπερνά την ιδρωτίλα, θέλω να πω δεν είναι απλή ιδρωτίλα, είναι συνολικότερη απλυσιά (ποδαρίλα, κωλίλα, αρχιδίλα, πουτσίλα, απλυτοτζηνίλα, τσιγαρίλα, τσίκνα στα ρούχα, μαλλίλα) σε συνδυασμό με τις εκκρίσεις τεστοστερόνης από κάθε πόρο και αδένα του δέρματος. Η βαρβατίλα σαφώς ξεφεύγει από απλή μυρουδιά, είναι στενότατα συνδεδεμένη με όλο το πορτραίτο που έδωσε ο Κνάσος. Πχ. δεν νοείται βαρβατίλα σε έναν λεπτοκαμωμένο άτριχο ξενερωτούλη άντρα. Κι ας μυρίζει αυτός κάτι από τα παραπάνω ή όλα μαζί. - και ποιοι είμαστε εμείς να διαφωνήσουμε με μία τόσο εμπεριστατωμένη ανάλυση άλλωστε...) Μεγάλο μέρος και μυστικό συστατικό της επιτυχίας της βαρβατίλας είναι βέβαια η ύπαρξη ουρδεσάνς, πολλώ δε μάλλον της ίδιας της ούρδας. Η ούρδα και η προαναφερθείσα εσάνς σχετίζεται κυρίως με τ' αρχίδια, αλλά η τελειότης επιτυγχάνεται διά του πέους.

Το φαινόμενο της αλμυρόπουτσας είναι η ένδειξη και το υπόβαθρο θα λέγαμε για την παραγωγή τυριού, αυτού που στην πρωτοποριακή εργασία του ο χρήστης bladerunner82 αποκάλεσε φετέισον. Η συνταγή για την παραγωγή τυριού είναι πολύπλοκη και επίπονη. Μία βασική διαφορά μεταξύ της τοπ μουνίλας (καμένο ντουί) και του τυριού εστιάζεται ακριβώς στο γεγονός ότι η μεν πρώτη είναι αυτοπαραγώμενη, το δε δεύτερο χρειάζεται την συνεχή κι επίμονη προσπάθεια εκ μέρους του ανδρός. Η απλυσιά σε συνδυασμό με την μη αλλαγή σώβρακου για περίοδο που κυμαίνεται από 2 εβδομάδες μέχρι και 3 μήνες (ανάλογα με την ωρίμανση που επιθυμεί να πετύχει ο παραγωγός) είναι βασικά συστατικά και πλαισιώνονται από μία σειρά άλλων ενεργειών όπως η ειδική διατροφή με αλλαντικά (ο παστουρμάς δε βλάπτει) και αλκοόλ και βέβαια η απουσία τινάγματος του πέους μετά την ούρηση, ώστε να μη χαθούν από την τυροπαραγωγική διαδικασία οι πολύτιμες τελευταίες σταγόνες ούρων.

Το τυρί μπορεί να διαφέρει από παραγωγό σε παραγωγό ως προς την υφή, τη σκληρότητα (οι περισσότερες ποικιλίες είναι του είδους «αλοιφή» ή «spread»), το χρώμα (λευκό ως μπεζάκι) και βέβαια την οσμή, για να μη μιλήσουμε για τη γεύση και χαθεί κάθε έννοια σεβασμού και σοβαρότητος προς το κοινό και τους θεσμούς... Σε κάθε περίπτωση πάντως, το προκύπτον μείγμα είναι εκρηκτικό, ιδίως αν συνδυάζεται με την ύπαρξη ούρδας και ταρζανιδίων στο ίδιο πακέτο. Η τελευταία αυτή περίπτωση απλά δεν παλεύεται και είναι εκτός οποιουδήποτε συναγωνισμού.

Τέλος, το τυρί επιδρά καταλυτικά σε 4 αισθήσεις (όσφρηση, γεύση, όραση και αφή) ενώ το καμένο ντουί στην καλύτερη περίπτωση σε 2 (όσφρηση και γεύση). Η ακοή επηρεάζεται παρομοίως και από τις δύο μπόχες.

Για τους επίδοξους τυροπαραγωγούς, αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν αποκλειστική προϋπόθεση για Α' ποιότητος προϊόν αποτελεί η μη ύπαρξη περιτομής, αν και έχουν καταγραφεί και συμπαθητικές προσπάθειες από τους «κομμένους».

σλανγκασίστ - πνευματική μητέρα: ironick (ευχαριστώ)

αατα

- Αγάπη μου, θα μου κάνεις μία πίπα;
- Μπα, νηστεύω τα γαλακτοκομικά.
- Ε;
- Εξ και ξερός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαριχουάνα κατά τους Τζαμαϊκανούς. Αυτοί ξέρουν.

- Μεγάλε, έχουμε καθόλου γκάντζα να γίνουμε ωραίοι;
- Όπα ρε τρισδιάστατε... Όπα ρε ράσταμαν... Είχες και στο χωριό σου γκάντζα ρε τυρόβλαχε; Φουντίτσα ελληνική δε μας κάνει δηλαδής;

Δες και σχετικά λήμματα: stuff, σταφ, μπαφόσπιτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού manager, το οποίο σημαίνει διευθυντής. Ο μανατζαραίος είναι η ένωση δυο συνόλων: αφενός του manager με την αγγλοσαξονική έννοια του όρου, που υποδηλώνει επαγγελματική κατάρτιση, αυξημένο επίπεδο ευθύνης, διοικητικές ικανότητες και σχετικό ακαδημαϊκό background, και αφετέρου της νεοελληνικής εκδοχής της συγκεκριμένης επαγγελματικής ιδιότητας, που εκτός του ότι δεν έχει κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία, θεωρεί εαυτόν γκουρού και τρεις κλάσεις πάνω από τους ξένους ομολόγους του.

Κλίνεται όπως ο νοματαίος.

  1. - Έχουμε γεμίσει μανατζαραίους και δουλειά δεν βλέπω να γίνεται.

  2. - 48ωρες κυλιόμενες απεργίες ανακοίνωσε το συντονιστικό όργανο των απανταχού της επικρατείας σωματείων της συμπαθούς τάξης των μανατζαραίων, σε μια προσπάθεια προώθησης των εργασιακών, θεσμικών και οικονομικών αιτημάτων του κλάδου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύλογη ερώτηση αυτοπτών μαρτύρων προς συνάνθρωπό τους ο οποίος μόλις έκανε σχόλιο εντελώς άσχετο με το οτιδήποτε ή έκανε σαφές δι' οποιασδήποτε μεθόδου ότι είναι αλλού. Το τι πίνει το εν λόγω υποκείμενο επαφίεται στη φαντασία εκάστου ενός εξ' υμών, αλλά θα έλεγα ότι η περίπτωση του μπάφου παίζει με πολύ καλά ποσοστά.

Το δεύτερο μέρος της έκφρασης (και δεν δίνεις;) αποτελεί ακόμη μία σαφή ένδειξη της φιλοσοφικής διάθεσης αυτού του λαού που μας έχει χαρίσει εκφράσεις σαν κι αυτή, διότι ξεκαθαρίζει ότι προτιμά να την ακούσει κι αυτός στεροφωνικά με τις ουσίες παρά να αναλωθεί εξηγώντας στον συνάνθρωπό του τί ακριβώς παίζεται.

- Θα πάω και θα της πω «μωρό μου, πολύ γουστάρω να σ' τον καρφώσω» και θα της τσιμπήσω λίγο τον κώλο. Δεν μπορεί, θα μου κάτσει τι λες κι εσύ;
- Θα της τσιμπήσεις τον κώλο και θα της πεις τέτοια ρομαντικά λόγια, ε;
- Ναι, έτσι λέω αφού φαίνεται ότι της αρέσω.
- Γιατί δεν της κάνεις δώρο και μία καπότα που θα φανεί και χρήσιμη;...
- Ναι ρε μαλάκα, δεν το σκέφτηκα. Οι γκόμενες τα γουστάρουν τα δώρα.
- Πας καλά ρε ληγμένε; Τι πίνεις και δεν δίνεις; Έτσι θα γαμήσεις ρε ταλαίπωρε;

(από acg, 22/05/08)Η απάντηση στο ερώτημα του λήμματος: Ta Pinw Ola by Anna Goula (από jesus, 14/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει έλεος και προέρχεται από την τουρκική λέξη insaf, η οποία παραφθαρμένη έφθασε στην ελληνική ως νισάφι.

Αναφωνείται σε στιγμές απελπισίας, όταν (α) δεν αντέχουμε πλέον αυτό που μας συμβαίνει, (β) ο λόγος μαλακιών ανά σεκόντ παίρνει τιμές άνω της μονάδας (Μ/sec > 1) και (γ) ο συνομιλητής μας δεν έχει πάρει γραμμή ότι μας έχει ζαλίσει τ'αρχίδια κι εξακολουθεί την ακατάσχετη παπαρολογία.

Ακολουθείται από το πια, έτσι για περισσότερη έμφαση.

- Ο Φώντας λοιπόν ... μπλα μπλα μπλα ...
(δύο ώρες αργότερα)
- Και που λες δικέ μου, ο Φώντας ...
- Ε νισάφι πια με το Φώντα ρε πούστη... Νταούλια μας τα 'κανες. Ρε μπας και την τρίζεις την όπισθεν;

Got a better definition? Add it!

Published

Η θρησκευτική εκδοχή του (δε) μασώ, υποδηλώνει ότι το υποκείμενο είναι τόσο αποφασισμένο να κρατήσει συγκεκριμένη στάση επί ενός θέματος που ακόμη κι ο Χριστός να ερχόταν να του εξηγήσει γιατί πρέπει να αλλάξει γνώμη, αυτός δεν θα καταλάβαινε και δεν θα μετεπέιθετο. Μιλάμε για κάργα αποφασισμένο τύπο, όχι μαλακίες.

- Σιγά μη μασήσω από τον χλιμίτζουρα τον Θρασύβουλο. Εγώ θα την βγάλω γκόμενα την Λίτσα και δεν καταλαβαίνω Χριστό. Την είχε λέει γκόμενα παλιά και οι φίλοι δεν κάνουν τέτοια. Μωρέ δε γαμιόμαστε λέω 'γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απορίας για κάποιο γεγονός ή περιγραφή γεγονότος. Η πλήρης έκφραση συμπληρώνεται από το «και πούτσο μη γυρεύεις», περιπλέκοντας τα πράγματα αισθητά, αφού η ρήση με την απουσία του δεύτερου στίχου δημιουργεί εύλογους συνειρμούς για το ποιος ακριβώς είναι ο εν θέματι τόπος. Τα μονογαμικά στοιχεία εκτιμούν ότι ο τόπος είναι όντως αυτός που φανταζόμαστε όλοι (κάποιο ανδρικό γεννητικό όργανο) και όχι άλλο / ξένο προς το επίσημο. Μπερδεμένα πράγματα.

Συνώνυμο του «μνήσθητι μου Κύριε» και του «τι λε ρε πούστη μου».

- Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι βγαίνοντας από το σπίτι έσβησα όλα τα φώτα. Θυμάμαι την κίνηση ρε παιδί μου, το κλικ στον διακόπτη. Ε, όταν ήρθα ήταν όλα αναμμένα. Άντε πες μου εσύ τώρα.
- Έλα μουνί στον τόπο σου...
- ...και πούτσο μη γυρεύεις. Αυτό λέω κι εγώ.

Ασχετο. Η Άννα Βίσση υπογράφει αυτόγραφα σε φαν της, στο αεροδρόμιο επιστρέφοντας από Αμερική... (από BuBis, 04/06/09)(από perkins, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified