Ο τύπος που ό,τι κι αν κάνει ή πει σε κριντζάρει (εκ του αγγλικού cringe).

- Ρε άκουσες τι μαλακία είπε ο Αλέξης στην τύπισσα;
- Ε τι περίμενες απ' τον κριντζαριστό μωρέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή, σάπια και κοντή ελλεηνίδα, που σε γεμίζει με λέζα σε οτιδήποτε κι αν κάνετε.

Σύνθετη λέξη: κοντή + λέζα. Συνώνυμο: κοντοπούτανο

- Πήγα στο Παρίσι με την Αλίκη και μου έσπασε τον πούτσο.
- Καλά να πάθεις! Σ' το είχα πει να μην πας με την κοντολέζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τον αδιάφορο για κάτι που με αφορά. Έχω αλλού την προσοχή μου.

Πρωτοαναφέρθηκε πιθανότατα από τον Αρχιδάσκαλο της μαγκιάς, Θέμη Μάνεση στην ταινία-διαμάντι «Φυλακές Ανηλίκων» (1982).

- Τι έγινε ρε Στέφανε, εμείς μιλάμε να πούμε κι εσύ, κοιτάξτε με γειτόνισσες, ψαράκια τηγανίζω;
- Πολύ με κόβει ο έτσι.
- Τον είδα, κωλόμπα είναι ο κύριος.
- Μάλλον αδερφή είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified