Λέγεται και πουτσουντού, είναι το διδακτορικό, κυρίως για τους έλληνες που διδακτοριζόσαντε στο εξωτερικό. Συνήθως το διαθέχεται κάποιο ποζντόκ, μέχρι ο εν λόγω λαμπρός έλλην επιστήμων να διαφύγει του κομμουνισμού για να υπηρετήσει την πατρίδαν.

Προφανώς προέρχεται από το PhD, πι-έιτς-ντι για τους λίγους που το λένε ακόμα έτσι. Για το μάστερ, βλέπε εδώ.

Πάσα από Κάδμο, πάσχα από χριστούγεννα.

- Πώς πάει το πουτσουντού θείο;
- Θειάφι ρε νουμπά. Κάτσε να κλείσεις χρόνο έξω και αρχίζεις μετά τις ειρωνείες.

(από Khan, 22/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά το παπί KZR, προφέρεται κα-ζε-άρ. Το αστείο με το κασέρι δεν νομίζω να υπήρξε ποτέ κάτι εκτός από μπανάλ και εύκολο.

Αντίστοιχο παρατσούκλι/προσωποποίηση και ο κρύπτονας, για το παπί Crypton.

- Ρε συ, λαμπάδα τον πάει ο Μπάμπης τον κρύπτονα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «(δουλεύω με) μπλοκάκι» ή «δουλεύω μπλοκάκι». Εννοείται το μπλοκάκι των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών.

Αναφέρεται στην σχετικά νέα μορφή ελαστικής εργασίας, κατά την οποία ο εργαζόμενος ουσιαστικά δουλεύει για μια εταιρεία (πλέον ακόμα και μικρού μεγέθους), δηλαδή βαράει ωράρια και στην ουσία είναι εργαζόμενός* της, της οποίας όμως δεν είναι προσειλημμένος υπάλληλος, αλλά κόβει απόδειξη παροχής υπηρεσιών.

Δουλειά με το κομμάτι, δηλαδή, και καπιταλισμός 19ου αιώνα, για πρώην καλομαθημένα παιδιά του συστήματος όπως μηχανικοί, ή απόλυτη εξαθλίωση και ακραία εργασιακή ανασφάλεια για εργαζόμενους πχ στην καθαριότητα, λέγε με Κούνεβα.

*απασχολείται κατά το Σημίτειο νιούσπηκ, λες και η δουλειά είναι παιδικός σταθμός, να απασχολείται δημιουργικά το παιδί, να μαθαίνει και τίποτα, όχι μόνο τηλεόραση και ύπνο.

- ...και πού δουλεύεις ρε συ; Εταιρεία ή γραφείο;
- Εταιρεία.
- Πρόσληψη κανονικά;
- Είσαι σοβαρός ρε; Μπλοκάκι. Ποιος προσλαμβάνει μηχανικό. Όλοι μπλοκάκι δουλεύουνε.

(από Vrastaman, 27/08/12)(από Vrastaman, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταξύ των αντικειμένων ο πούτσος εκάστου και τ' αρχίδια του, επίσης ενδέχεται να μην μασάς μία ή και να μη μασάς χριστό. Στο πρώτο και στο τρίτο ενικό υποχρεωτικά ασυναίρετο το ρήμα.

Δηλώνει άνθρωπο που μασάει σίδερα, που δεν καταλαβαίνει χριστό, που είναι σκληρός κι αλύγιστος.

Προφανώς επέκταση του πιο έητιζ «δε μασάω», με την πρόσθεση των επιτατικών ως δηλωτικών ακραίας άρνησης.

Βλ. και μασάω και (δε) μασώ.

Κχάνκοντας από δουπού.

  1. (μου αφηγήθηκε ως πραγματικό περιστατικό. Μπάμπης, οδοντίατρος, πάει να κάνει αναισθησία στον Γιάννη, πελάτη.)
    - Που πας να βάλεις αυτήν την αρχιδιά, Μπάμπη;
    - Χωρίς αυτήν την αρχιδιά, Γιάννη, θα φας τ' αρχίδια μου.
    - Δε μασάω τ' αρχίδια μου.
    - Ε, πάρ' τ' αρχίδια μου.
    Και του κάνει την εξαγωγή χωρίς αναισθητικό.

  2. - Καλά μαλάκα, θα κάνεις μπάντζι-ντζάμπινγκ μετά από μισό ταψί μουσακά;! Δε μασάς τ' αρχίδια σου!!!
    - Όταν το 'κοψα άρχισα να τρώω τα νύχια μου, αλλά νταξ, πονάει λιγότερο.

(από Khan, 12/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βουτιά, ιδίως από ψηλά, που πετάει άπειρο νερό. Είθισται να τρώγεται, εναλλακτικά συντάσσεται με επιφώνημα και την λέξη πασπαρτού, μαλάκα.

Κατά κύριο λόγο δεν λέγεται όταν η βουτιά αποσκοπούσε στο να πετάξει άπειρο νερό (με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, η λεγόμενη μπόμπα ή μπομπίδι), αλλά όταν έγινε από άτσαλο πέσιμο, οπότε πονάει. Πολύ.

Πάσα: ο τύπος που έφαγε σκασίδι τερματ'στός στον αηνγκίτα σήμερα.

  1. - Γιατί είσαι λες και σε γαμήσανε οι μάνογουωρ ρε μαλάκα; Ποιος σε πείραξε μάνα μου να πα να τονε δείρω;
    - Έφαγα ένα σκασίδι προχτες μαλάκα, ακόμα πονάω...

  2. - πλάαααααααφ!!
    - Ω μαλάκα σκασίδι...

μπανα\'ίτσα\'μ... (από MXΣ, 15/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση «έχει καραβάκι».

Όταν μιλάμε για παραλίες που είτε είναι δυσπρόσιτες είτε απρόσιτες από ξηράς, και για τις οποίες κάποιος τοπικός με ένα καραβάκι κάνει δρομολόγια (με πιθανό το ενδεχόμενο να δουλεύει πρακτικά 3 μήνες το χρόνο και να βγάζει τα λεφτά της χρονιάς) από το κοντινότερο χωριό στην παραλία και τανάπαλιν, συνοψίζουμε όλο αυτό στο ελλειπτικό «έχει καραβάκι».

Νταξ, όχι καμιά σλανγκιά τρισδιάστατη, αλλά είναι τυποποιημένο, και με το υποκοριστικό.

Για να πάτε στην (τάδε παραλία) θα πάτε στο (τάδε χωριό) και μετά έχει καραβάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ευρέως στον ιντερνετικό λόγο αλλά και στα συνθήματα σε τοίχους (αν έχει κανένας φωτό πλζ) από κάφτες, επειδή και καλά τα παιδιά που μας ζαλίζουν με την ανωτερώτητα της φυλής δεν ξέρουν να γράφουν την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.

  1. έμα, τοιμεί χρησοί αβγοί, λέμαι.

  2. (από σχόλιο στο φβ)
    Ετσι είναι, αφου η χρησοι αβγυ θεωρεί οτι προκληθηκε γτ δε πηγαινει στο αυτόφορω να τους πει '' να μαι κυριοι, εχω να καταγγειλω κ γω τα δικα μου''
    Αλλα που να παει , θα πρεπει να κατσει 1 μερα μεσα κ το συνδρομο στερησης καραδοκει!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως προέκταση του εδώ ορισμού, να δώσουμε και μία τυποποιημένη αντίδραση περιλαμβάνουσα αυτήν την λέξη, με παρόμοια σημασία.

Απαντάμε «είσαι μερακλής», λοιπόν, σε τύπο ο οποίος εκφράζει γούστα τα οποία μας φαίνονται τουλάστιχον περίεργα, αποκρουστικά, έως και αποδοκιμαστέα, αλλά υπεκφεύγουμε ευθείας απάντησης και υπονοούμε κάτι στην γκάμα μεταξύ του «περί ορέξεως» και του «πρέπει να σε δέσουν».

Βλέπε και γειώσεις.

  1. - Ωπ! κοίτα ρε συ τη γκόμενα. Ινδή και ωραία, πώς κι έτσι.
    - Εμένα οι Ινδές μ' αρέσουν, φίλε.
    - Είσαι μερακλής.

  2. - Πήγα Ταϊλάνδη για διακοπές, πολύ γαμάτα ρε φίλε. Και γαμώ τις χώρες. Πολιτισμός, κουζίνα, φύση, τα πάντα.
    - Ασ' τ' αυτά. Κάνα αγοράκι γάμησες; Δεν αξίζει να πας Ταϊλάνδη και να μην ρίξεις και έναν.
    - Ε, είσαι μερακλής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μορφή της λέξης πανκιό, παίζει μόνο στο αρσενικό, απ' ευθείας εξελληνισμός του «πανκ» και ίσως η πιο κλασσική μορφή της λέξης χαρακτηρίζουσα όχι τη μουσική (που αποκαλείται αυτούσια πανκ, πανκ ροκ, ή πανκιές, στο «ακούω πανκιές») αλλά τα άτομα.

Το «πάνκισσα» δεν τό 'χω ακούσει.

- Καλά μωρέ πας καλά; Το πανκιό με τη μοϊκάνα σου καρφώθηκε απ' όλες τις γκόμενες στο μαγαζί; Θα σε βάλει να κόψεις την κοτσίδα αυτή. Πάνκη θα σε κάνει.
- Τι πανκιό και μαλακίες. Άμα τη γαμήσω γώ θ' ακούει τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι φράσεις του παρακάτω καταλόγου έχουν συνδυαστεί στο μυαλό μου με μέση ελληνική μικροαστική οικογένεια (βλ. και την αποτύπωσή τους στο γυαλί Ρετιρέ και Μικρομεσαίοι), πλέον άτομα ηλικίας τουλάστιχον 50-φεύγα, αλλά ίσως να ξεφεύγουν οριακά απ' αυτά τα συμφραζόμενα.

Με τέτοιες εκφράσεις θα περιγράψει κάποιος κάποια στιγμή που διασκέδασε στη ζωή του, ενώ γενικά μιζεριάζει. Τη μοναδική φορά που τον ζάλισε λίγο το αλκοόλ, και ο ίδιος βίωσε ως μεθύσι, αλλά δεν θα μιλήσει για μεθύσι, προτιμώντας φράσεις από αυτές της λίστας και εκφράσεις όπως του παραδείγματος.

Κάποιες άλλες χρησιμοποιούνται για την περιγραφή καθημερινών ευτράπελων καταστάσεων, στις οποίες ειδικεύεται και η στήλη «δεξιό χιούμορ» στο Μετέχνιο.

  • Πήγαμε σε ένα κέντρο διασκέδασης (ή διασκεδάσεως, αλλά κεντράκι για πιο χάρκορ καταστάσεις μικροαστίλας): Πρόκεται για ταβερνοειδή μέρη, αλλά με μεγαλύτερους χώρους, χειρότερη μουσική, σέρβις και φαγητό, πλην όμως με πίστα. Το τελετουργικό επιβάλει φαγητό πρώτα (συνήθως μπριτζόλες (σικ), τηγανιτές πατάτες, σαλάτες, αλλά μάλλον όχι κοκορέτσια, συνοδευόμενα από κοκακόλες και για τους πιο τολμηρούς κρασί). Είναι πιθανόν ο ομιλών να χαίρει ειδικής μεταχείρισης, καθότι ο μαγαζάτορας είναι καλός άνθρωπος και γι αυτό πηγαίνει μόνο σ' αυτόν γιατί οι άλλοι είναι απατεώνες αλλά αυτός βρήκε τον σωστό επιχειρηματία που σέβεται τον πελάτη. Εναλλακτική επιλογή είναι το τοπικό κουτουκάκι, το οποίο είναι ταβερνοειδές επίσης, αλλά χωρίς πίστα, με εξ ίσου κακό φαΐ και κρασί, αλλά έχει μία εσάνς απ' τον παλιό καιρό, που «δεν ήταν έτσι οι άνθρωποι».
  • Πήγαμε σε μια εκδήλωση: λέγεται όταν η μάζωξη στο κεντράκι δεν οργανώνεται κατά μόνας από την παρέα, αλλά από κάποιον εκπολιτιστικό παύλα εξωραϊστικό σύλλογο, η κορυφή των δραστηριοτήτων του οποίου είναι τέτοιου τύπου «εκδηλώσεις».
  • Ήπιαμε (κι) ένα ποτηράκι παραπάνω: Συνήθως κρασί, το οποίο ο ομιλών θα σπεύσει να χαρακτηρίσει ως χωριάτικο, χωρίς φάρμακα, το αγοράζει ο ίδιος (ο μαγαζάτορας), κοκκινέλι. Το παραπάνω σημαίνει ότι άρχισε να ζαλίζεται, πιθανόν στο 2ο ποτήρι, και μετά το γύρισε στην κοκακόλα ή στο νερό, ενδέχεται να του έκαναν και καφέ για να συνέρθει, αν βρίσκονταν σε σπίτι.
  • Ήρθαμε στο κέφι: Η φυσική συνέπεια του «ενός ποτηριού παραπάνω». Τουτέστιν, αν πρόκειται για έξοδο σε κάποιο κέντρο, η πίστα γέμισε και κάποια στιγμή κάποιος χόρεψε και το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, ή αν πρόκειται για μάζωξη σε σπίτι, έβαλαν το σιντί απ' το τελευταίο «περιοδικό Πίστα»*. Η περιγραφή διανθίζεται με φράσεις του τύπου «πού να σ' τα λέω», «και το τι έγινε, δεν περιγράφεται».
  • Το ρίξαμε έξω: συνοψίζει όλα τα παραπάνω.
  • Είδα ένα έργο (στην τηλεόραση): η κατ' εξοχήν ασχολία όταν, τον περισσότερο καιρό, δεν βγαίνει απ' το σπίτι. Έργο ίζολ ταινία, και η φράση σημαίνει ότι άνοιξε την τηλεόραση και είδε ό,τι έπαιζε. Σε εξτρήμ καταστάσεις, έχει νοικιάζει ντιβιντί απ' τη γωνία, αλλά μάλλον απίθανο. Εναλλακτική επιλογή διασκέδασης, το Δελφινάριο και ο Σεφερλής.

Βλέπε και ταΐσαμε τις πάπιες στο πάρκο....

Ευχαριστώ και θείο χότζα και τον cavallino απ' το φόρουμ των 4Τ που μου θύμισαν κάποιες απ' αυτές. Επίσης και τον μπρο μου και κάποιους σύσλανγκους που έχουν υπομείνει την καΐλα μου με το θέμα. Βοήθειά σας και μή γίνετε ποτέ έτσι.

*για τον μελετητή πρόκειται για περιοδικό μουσικής, χειρίστου ποιότητος ήτοι σκυλάδικο το οποίο διαφημιζόμενο στην τηλεόραση εντυπώνει την φράση «το περιοδικό πίστα» στο τάργκετ γκρουπ του, που αποτελείται από τέτοιου τύπου άτομα. Δεν θα πει ποτέ κάποιος ότι η Φιλιώ Πυργάκη έδωσε συνέντευξη στο «πίστα», αλλά στο περιοδικό πίστα.

  1. - Τι κάνατε τα χριστούγεννα θείο;
    - Ε, διακοπές, μελομακάρονα, το ρίξαμε και λίγο έξω...

  2. - Πήγαμε χτες σε ένα κεντράκι, που λες, τι να σου λέω. Είχανε και μουσική, όχι ονόματα, αλλά καλοί. Κάνανε κέφι.
    - Περάσατε ωραία δηλαδή.
    - Ναι, ναί. Ήπιαμε κι ένα ποτηράκι παραπάνω, και όταν άρχισε ο χορός, το τί έγινε, δεν περιγράφεται.

  3. - Είδα κι ένα εργάκι παραπάνω χτες στην τηλεόραση, και μετά έβαλα Τριανταφυλλόπουλο και όλη μέρα στη δουλειά κοιμόμουνα.

(από Vrastaman, 28/01/12)(από Khan, 29/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified