Στάνταρ σχόλιο όταν παίζει πολύς καπνός από μπάφο. Δηλώνει ότι αρκεί να εισπνεύσεις για να την ακούσεις, και δε χρειάζεται να σκάσεις και συ γάρο (το οποίο κοστίζει όπως και να το κάνουμε).

Εσχάτως το παθαίνουν και αθληταί.

- Μαλάκα, τι τεκές είν' εδωμέσα; Τσάμπα μαστούρα λέμε. Πα να φύγουμε για θα μυρίζει η δικιά μου μετά τους μπάφους και ποιος την ακούει μεσημεριάτικα.
- Χαλάρωσε ντουντ, στο νταμ είσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αργκοτικό συνώνυμο του «εντελώς», κάτι σαν μονολεκτικό και πιο σκληρό «εντελώς τελείως», του πάρα πολύ, του σκληρά και του τέζα για να λέμε τα πράματα με τ' όνομά τους.
  2. Ως ειδική περίπτωση του προηγουμένου, χρησιμοποιείται για να δείξει συμφωνία με τον προλαλήσαντα, αρκετά συχνά δε σε προτάσεις που δεν έχουν συγκεκριμένο νόημα, βλέπε τα παραδείγματα.
    Χρησιμοποιείται είτε μόνη της, είτε ακολουθούμενη απ' το κομμάτι της φράσης με το οποίο συμφωνούμε. Παραδόξως, όπως φαίνεται και στο τρίτο παράδειγμα, μπορεί να σημαίνει επίταση αυτού με το οποίο συμφωνούμε.

1α. - Η παραλία μόνο γαμεί. Στα καλύτερα μας φέρνεις.
- Και η μπάρμαν γυναίκα στο μπητσόμπαρο μόνο μουνάρα, να τα λέμε αυτά.

1β. - Αν πίστεψες ότι θα ξέχναγα το κατοστάρικο που μου χρωστάς έτσι απλά είσαι μόνο ηλίθιος.

2α. (πραγματικός διάλογος, τζήσους με Φάνη)
- Πστ, Φάνη, αλλοτρίωση.
- Μόνο αλλοτρίωση.

2β. - Πας για κατούρημα;
- Μόνο για κατούρημα.

2γ.
- Με γουστάρει αυτή λες;
- Μόνο σε γουστάρει.
ή
- Με γουστάρει αυτή λες;
- Μόνο.

3.(ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις του ορισμού, σημαίνει ότι όχι απλά θα διαλυθούμε, αλλά θα ξεφτιλιστούμε, θα μας μαζεύουνε)
- Τι θα γίνει μαν απόψε, θα διαλυθούμε;
- Μόνο θα διαλυθούμε, δε θα μείνει χριστούγεννο απόψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το οποίο χρησιμεύει για το ξεκάρφωμα, καθότι χου είναι αυτός που καρφώνεται, ή κάτι το οποίο σε καρφώνει. Απαντά και ως ξεχού.

- Καλά ρε μαλάκα, όλοι σκάνε σαν άθρωποι με το παλαιστινιακό στην πορεία και συ με την πασμίνα; Γελάει ο κόσμος.
- Για το αντιχού, φίλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναθέτω υπερβολικό φόρτο εργασίας σε κάποιον. Προϋποθέτει ή υπονοεί σχέση ιεραρχίας, δηλαδή δεν μπορούμε να τεντώσουμε κάποιον ίσο ή ανώτερό μας, και εάν χρησιμοποιήσουμε το ρήμα σε αντίθετα συμφραζόμενα υπονοούμε ότι αυτός που τεντώνει τον άλλον συμπεριφέρεται ή είναι στην ουσία ιεραρχικά ανώτερος.

- Πώς πάει στη δουλειά ρε συ;
- Γάμησέ με, εμ δουλεύω μπλοκάκι εμ με τεντώνει το αρχίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα φωνητικά στο μέταλ σε αντίθεση με τα παραμορφωμένα, τα «βρώμικα», τις βοθρίλες, τις καφρίλες. Τα καθαρά είναι τραγούδι με μελωδία, τα υπόλοιπα είναι ξέρασμα, βόθρος, γρύλισμα και τα συναφή.

Οι Opeth στα παλιά τους άλμπουμ συνδύαζαν καθαρά φωνητικά με καφρίλες, αλλά στα τελευταία το έχουν γυρίσει και βάζουν μόνο καθαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλής ποιότητας, δεύτερης ή και τρίτης διαλογής. Εμπεριέχει το σουρεάλ ότι το δεύτερο έρχεται μετά απ' το τρίτο, αντίστοιχο φαινόμενο με το επισκευή και πέταμα και το γενική επισκευή και πέταμα.

Συνώνυμο: βουγουδουέ, ίζολ 2ης (βου), 3ης (γου), 4ης (δου), 5ης (ε) διαλογής, όπου οι διαλογές αριθμούνται με φθίνουσα σειρά σημασίας. Επίσης, το τριτοτέταρτος, στο οποίο η εμφάνιση των κατηγοριών γίνεται επίσης με την (λογική) φθίνουσα σειρά της διαλογής.

- Σε τι σκατόμπαρο μ' έφερες ρε μαλάκα με όλες τις τριτοδεύτερες γκόμενες του λεκανοπεδίου να πούμε.
- Και η μουσική βουγουδουέ είναι. Δε φταίει ο Μπάμπης, εγώ φταίω που κάθομαι και τον ακούω όταν προτείνει μαγαζιά. Πουλαδέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ό,τι νά 'ναι, λέγεται κατά την αποφώνηση σκληρά σουρεαλιστικής ατάκας. Ο ποιητής θέλει να πει ότι δεν έχεις λόγο για να πεις κάτι τέτοιο, ότι αυτό που λες δεν υπάρχει.

- Ρε συ, έχεις φωτογραφική εσύ στο κινητό σου;
- Όχι, έχω στην κιθάρα μου.
- Χωρίς λόγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τις ιδανικές γραμμές στην οδήγηση, όταν κάποιος πρόκειται να πάρει μία στροφή, ή αλλεπάλληλες. Θεωρητικά κάποιος μπαίνει στην στροφή όσο πιο ανοιχτά γίνεται, περνάει εφαπτομενικά απ' την κορυφή και ανοίγεται όσο του επιτρέπει ο χώρος πριν την επόμενη στροφή στην έξοδο. Αυτή η τροχιά αποδίδεται με την λέξη γραμμές.

Απαντά κυρίως στις φράσεις «οδηγάω/μπαίνω με γραμμές» και αποκλειστικά στον πληθυντικό.

- Μαλάκα μου πρόσεχε, θα σε φάει ο λεωφοριατζής.
- Καλά να πούμε με γραμμές οδηγάει; Ξυστά απ' το πεζοδρόμιο πέρασε ο καργιόλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκηνοθέτης που κάνει ταινίες μικρού μήκους, κατά κύριο λόγο συστηματικά. Δεν είναι μικρομηκάς δηλαδή κάποιος που απλά έκανε και μία μικρού μήκους.

  1. από εδώ: Μικρομηκάς εναντίον Γκερέκου: «Το χρήμα δεν είναι φίμωτρο»
  2. από εδώ: Είσαι μικρομηκάς; Να η ευκαιρία σου!
  3. από εδώ: Ο μικρομηκάς Τέρι Γκίλιαμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι κακός στα βαφτίσια, και είναι αδύνατον να το βρει κάποιος έτσι στην αναζήτηση, οπότε το λήμμα είναι υπό συζήτηση. Πάμε στον ορισμό.

Αναφέρομαι στο ακόλουθο σχήμα λόγου, που δεν έχω παρατηρήσει σε άλλες γλώσσες:

  1. επιμερίζουμε ένα σύνολο σε δύο κατηγορίες, συνήθως (αλλά γιατί όχι και αλλιώς, δεν είμαι σίγουρος) μισά και μισά

  2. αποδίδουμε στο πρώτο κομμάτι μία ιδιότητα, και στο δεύτερο την ίδια ακριβώς απλά αλλάζοντας διατύπωση ή αποδίδοντάς την σε πιο ακραίο βαθμό.

Η ιδιότητα μπορεί κάλλιστα να είναι θετική, οπότε επιτείνεται στο θετικότερο, ή αρνητική, οπότε επιτείνεται στο αρνητικότερο, αλλά ποτέ δεν διορθώνεται προς τον μέσο όρο.

Χαλαρό αντίστοιχο του «ο ένας καλύτερος / χειρότερος από τον άλλο».

Σε αστειατορικό μοτίβο, χωρίζουμε το σύνολο σε δύο κατηγορίες, και επαναλαμβάνουμε δύο φορές τον ίδιο χαρακτηρισμό.

Ελπίζω τα παραδείγματα να είναι διαφωτιστικότερα.

1α.
- Πώς σου φάνηκαν τα δείγματα που σου έφερα;
- Τα μισά ήταν άχρηστα και τ' άλλα μισά για πέταμα.

1β. (εναλλακτικά)
- Πώς σου φάνηκαν τα δείγματα που σου έφερα;
- Τα μισά ήταν άχρηστα και τ' άλλα μισά δεν κάναν για τίποτα.

  1. - Μαλάκα! Τι γυναικοπαρέα είναι αυτή;! Οι μισές είναι μουνιά και οι άλλες μισές είναι μουνάρες.
    - Μάζευ' τα σάλια ρε χλέμπουρα.

  2. - Καλές οι κρέπες;
    - Η αλμυρή ήταν καμένη, και η γλυκιά ήταν κι αυτή καμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified