Αυτός που υιοθετεί προσποιητή κοινωνική συμπεριφορά.
Είναι γνωστό ότι είμαστε κοντόφθαλμοι δηθενιστές που νομίζουμε γινόμαστε καλύτεροι αν πληρώνουμε ακριβά.
Αυτός που υιοθετεί προσποιητή κοινωνική συμπεριφορά.
Είναι γνωστό ότι είμαστε κοντόφθαλμοι δηθενιστές που νομίζουμε γινόμαστε καλύτεροι αν πληρώνουμε ακριβά.
Βλ. και δηθενιά, δηθενισμός
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Και βεβαίως θηλυκό μακαρίτισσα, δεν έχουν μόνο οι γκόμενες μακάβριο χιούμορ :) Πιστεύω μάλιστα ότι η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε στο θηλυκό - ή μάλλον μπορώ να σας βεβαιώσω ότι εγώ την πρωτοάκουσα σε θηλυκό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μικροαντικείμενο, συνήθως με κάπως εντυπωσιακή εμφάνιση.
Τι μανία την έπιασε και γέμισε το σπίτι με αυτά τα κλαδιά που έχουν πάνω τους κόκκινα μπιρμπιλόνια;
Got a better definition? Add it!
Published
Μικροαντικείμενο.
... παντού στολίδια, λαμπάκια και χριστουγεννιάτικα μπαρμπαδέλια.
Got a better definition? Add it!
Published
Προσποιητή συμπεριφορά.
Άσε τις δηθενιές κι έλα στο ψητό!
Δές και δηθενισμός, δηθενιστής, ντεμέκ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άνθρωπος, στον οποίο οι άλλοι δεν δίνουν σημασία, τον υποτιμούν και του φέρονται περιφρονητικά.
Κακό ποδοσφαιρικό παιχνίδι.
Η Εκκλησία είναι δύσκολο να γίνει κλωτσοσκούφι στα πόδια αυτών που έχουν έρθει για να ευτελίσουν τα πάντα σ΄ αυτόν τον τόπο. (Χριστόδουλος, 5/12/2006. Πηγή: http://ecclesianet.blogspot.com/2008/01/blog-post_3654.html)
Δεν άξιζε τον κόπο το ντέρμπι, η μία ομάδα μόνο κλωτσοσκούφι ήξερε να παίζει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μένω σε ένα μέρος περισσότερο από όσο χρειάζεται, κολλάω και μάλιστα πεισματικά.
Υπάρχει κάποιο πρόγραμμα που κατεβάζει τραγούδια χωρίς να μπαστακώνομαι πάνω από το pc.
Got a better definition? Add it!
Published
Τα παντελόνιασες τα λεφτά ή σ' έχουν ακόμα στο περίμενε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κολλάω σε μία ιδέα ή επιθυμία.
Μ' αυτά που της είπε μπαστακώθηκε και ήθελε γάμο το ταχύτερο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στάση ζωής που υπαγορεύει την προσποίηση στην κοινωνική συμπεριφορά.
Μ' ενοχλεί αυτός ο δηθενισμός των εφημερίδων που, ενώ ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το κέρδος, ισχυρίζονται ότι ασχολούνται με τα παγκόσμια προβλήματα.
Βλ. και δηθενιά, δηθενιστής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified