Επίθετο, το οποίο με την μεταφορική έννοια του όρου, τις δεκαετίες 70 και 80, εχρησιμοποιείτο διασταλτικά για να χαρακτηρίσει πρόσωπο ή αντικείμενο ως παρακατιανό, ή αδέξιο, κακόγουστο, ξεπερασμένο κοκ. Ενοίοτε, απο πιό προχωρημένους για την εποχή νέους, ο όρος εχρησιμοποιείτο στη μορφή "καρεκλωτό".

Ρε Κώστα, τί καρεκλάδικο βάψιμο είναι αυτό που έκανες στον τοίχο? Δεν γίνεται να το αλλάξεις? Χάλια είναι.

Πατέρα μα τί καρεκλάδικο αυτοκίνητο είναι αυτό που αγόρασες? Τί καρεκλάδικα πουκάμισα είναι αυτά που φοράτε όλοι σας? Μα πού τα βρήκατε αυτά τα λαχούρια και τα βάλατε? Εγώ δεν βγαίνω έξω μαζί αν δεν τα βγάλετε. Ρε Γιάννη, τί καρεκλωτό χρώμα είναι αυτό του μπουφάν? Δεν μπορούσες να πάρεις άλλο?

Πηγή φωτογραφίας με καρεκλάδικα Λαχούρια πουκάμισα

καρεκλάδικα πουκάμισα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτος που περναγε από την Kυψελη φωναζε το εξης "πρωτοτυπο" : "καρεκλάς, αντε καρεκλάς"
[1\http://www.stougiannidis.gr/AENAON/AS9/kareklas.pdf Χτές ήρθε ο καρεκλάς ο Γιώργος στο πάρτυ, και φορούσε ένα καρεκλάδικο ντύσιμο, πουκάμισο με γιακά μεγάλο σαν προπέλα, βελούδινο κουστούμι, καμπάνα παντελόνι και μπότα-πλατφόρμα.

Συνήθως πλανόδιος, τεχνίτης πλεξίματος και επισκευής καρεκλών τύπου καφενείου (με ψάθυνο κάθισμα). Όσοι απο εμάς είμαστε αρκετά ηλικιωμένοι και το προλάβαμε, θυμόμαστε τον πλανόδιο, συνήθως Ρομά (γύφτους τους λέγαμε τότε) ο οποίος φώναζε "Έλα Έλα καρεκλάς" ή "Ο καρεκλάααας" κοκ. Θυλικό: καρεκλού

Επειδή συνήθως οι Ρομά εκείνη την εποχή πολές φορές φορούσαν και πολύχρωμα πουκάμισα, συχνά τύπου λαχουρέ, η χρήση του όρου εξαπλώθηκε και έλαβε μεταφορικό χαρακτηρισμό όσων φορούσαν πολύχρωμα ή κακόγουστα, παλαιομοδίτικα ή Disco ρούχα. Πλανόδιος Καρεκλάς Καρεκλάς επι το έργον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified