Κυριολεκτικά σημαίνει δεν μπορείς να πατήσεις καλά καλά. Μεταφορικά χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι. Είναι πάντοτε προσδιορισμός που χρησιμοποιείται προς ένα άλλο πρόσωπο (ποτέ προς τον εαυτό μας).
- Πάλι κόπηκα στο μάθημα, τίποτα δεν έγραψα!
- Έεε απατέμπαε...
Προέρχεται από την λέξη disqualified. Εμφανίζεται συχνά και ως DQ. Υποδηλώνει την απόρριψη προς έναν γκόμενο/γκόμενα όταν αυτός/-ή είτε δεν βλέπεται, είτε μας ξενερώνει.
- Πώς σου φαίνεται αυτή ρε Θανάση; Κορμί θανατηφόρο...
- Άπαπα, δεν βλέπεις τη μύτη πως είναι σαν πιγκουίνος;! D.Q. σου λέω...
Η κλανιά που είναι τόσο δυνατή, που ξεσκίζει σώβρακο. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχει το μέγιστο της έντασης! Πολύ συχνά φέρνει παρενέργειες, όπως το φρενάρισμα, αλλά άπειρα μπινελίκια από όσους μοιράζονται τον ίδιο χώρο με αυτόν που την έκανε.
(τρομακτικός θόρυβος)
- Ο Χριστός και η μάνα του! Τι σωβρακοξεσκίστρα ήταν αυτή!
Αυτολεξεί σημαίνει φτιαγμένο στην Κίνα. Χρησιμοποιείται συνήθως για προϊόντα που είναι χαμηλής ποιότητας, πολλές φορές μαϊμού. Έχει παρεμφερή σημασία με το μάρκα μ' έκαψες.
- Καλά χθες αγόρασα το κασετόφωνο, κιόλας χάλασε το κουμπί;
- Μέιντ ιν Τσάινα είναι, 15 ευρώ πράγμα, τι περίμενες...
Χρησιμοποιείται για προϊόντα μιας άγνωστης προς πολλούς μάρκας, τα οποία όμως συνήθως είναι και χαμηλής ποιότητας, ή φοβούμαστε πως θα είναι τέτοια (καθότι έχουμε άγνοια για την μάρκα).
- Αγόρασα ένα νέο DVD players χθες!
- Ναι; Τί μάρκα;
- Μάρκα μ' έκαψες, αλλά ήταν πάμφθηνο. Ελπίζω να τη βγάλει μερικούς μήνες...