Ο ψυχολόγος σε συντομογραφία.
Συνήθως προφέρεται μόνο το αρχικό γράμμα για να μην καταλάβουν οι άλλοι ότι εκείνος που μιλάει παρακολουθείται από ψυχολόγο...
- Δεν μπορώ να έρθω το απόγευμα, έχω ψι...
Ο ψυχολόγος σε συντομογραφία.
Συνήθως προφέρεται μόνο το αρχικό γράμμα για να μην καταλάβουν οι άλλοι ότι εκείνος που μιλάει παρακολουθείται από ψυχολόγο...
- Δεν μπορώ να έρθω το απόγευμα, έχω ψι...
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για τα ψαγμένα άτομα, είτε σε επίπεδο έρευνας αγοράς είτε σε επίπεδο εσωτερικής αναζήτησης.
- Τόσο φτηνά το κονόμησες το κινητό; Μες στην ψαγμενιά είσαι πάλι!
- Άσε την ψαγμενιά κατά μέρος και κοίτα να βρεις μια κοπέλα να ταιριάζετε...
Δες και ψαγμένος.
Got a better definition? Add it!
Η σαλάτα που περιέχει μόνο λαχανικά.
- Σήμερα θα φάω μόνο χλωροφύλλη, γιατί έπηξα τόσες μέρες στα κοψίδια και στους γύρους... Να καθαρίσει και το αντεράκι μου λίγο...
Got a better definition? Add it!
Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.
Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...
Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...
Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
(συνήθως συμπληρώνεται από την φράση: ... που δεν γίναμε ευζώνοι!)
Συναντάται και σκέτο ως: χέσε μέσα.
Έκφραση απογοήτευσης, συνήθως αναφέρεται σε μια δυσάρεστη κατάσταση, αδιέξοδο.
Συνώνυμο: βράσε ρύζι.
- Πως πάνε οι δουλειές στο μαγαζί; - Χέσε μέσα Πολυχρόνη...!
Got a better definition? Add it!
Το μάζεμα των φύλλων από φαντάρους στο στρατόπεδο, ιδίως το Φθινόπωρο. (Συνήθως με σκούπες, τσουγκράνες και φτιάρια + μαύρες σακούλες) - Δεν θεωρείται ιδιαίτερα βαριά αγγαρεία...
Της ίδιας οικογενείας με τα: γόπινγκ, τσάπινγκ
Ετυμολογία: = Φύλλο + ing (γερούνδιο)
Ομόηχο με το αγγλικό Feeling
- Ξέρεις τι αγγαρεία μας περιμένει σήμερα, ρε σειρά;
- Γόπινγκ και φύλλινγκ... Άσ' τα θα πήξουμε...
- Ωχ φύλλινγκ; Nothing more than feeling!
Got a better definition? Add it!
Ο φυλακιοφύλακας, εκ του Φ.Φ. (=Φύλαξ Φυλακίου). Ο σκοπός της κεντρικής εισόδου του φυλακίου - συνήθως είναι ο μόνος σκοπός.
Ποιος είναι σήμερα φίφης ρε μάγκες;
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άνδρες, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Σταμάτα ρε φιλάκια να μου γλείφεις τα μάγουλα κάθε φορά που με βλέπεις!
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή της λέξης τσιγάρο. Εναλλακτικά αναφέρεται ως υποτιθέμενο φυτό που παράγει ως καρπούς τσιγάρα (χρησιμοποιείται για να κάνει κάποιος τράκα με χιούμορ).
Κάνουμε μια τελευταία τσιγαριά και πάμε για ύπνο.
Ανέβα ρε στην τσιγαριά και πιάσε μου ένα τσιγάρο!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός γυναίκας που η γνωριμία μαζί της έγινε μέσω του chat.
(Συνήθως πρόκειται για νεαρή κοπέλα, γι' αυτό και ο προσδιορισμός -άκι. Δεν λέμε ποτέ τσαταλάκι μια 30άρα ή 40άρα.)
- Πού την πέτυχες την πιτσιρίκα;
- Η γκόμενα είναι τσαταλάκι χθεσινοβραδινό!
- Πώς τα πάτε με το τσαταλάκι;
Got a better definition? Add it!