O αναπτήρας, στα καλιαρντά.

- Πιάσε τη σιδεροπυρού κι έλα να μ' ανάψεις...

(από patsis, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκύλος, στα καλιαρντά (προφέρεται με γαλλική προφορά).

- Σαν λυσσαγμάν κάνεις, έτσι που φωνάζεις!

%

Ο σκύλος λέγεται επίσης στα καλιαρντά γουγουλφάκης, γουγούμης και φιντέλης.

Άβελε τούλα καλιαρντό λυσσαγμάν! (= Βγάλε τον σκασμό παλιόσκυλο!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλάω, στα καλιαρντά.

- Έλα να σε κοντροσολάρω λίγο να στανιάρεις...

(από Khan, 19/05/14)

Συνώνυμα: αβέλω κοντροσόλ, αβέλω ροντοσόλ, βουέλω σάλιαγκο, βουέλω τζόκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ναύτης, στα καλιαρντά.

- Γνώρισα ένα γαργαρότεκνο λουκούμι!

(από Khan, 15/12/12)(από Khan, 04/01/14)

Συνώνυμο: το θαλασσινό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλιό καλό χιλιάρικο επί εποχής δραχμής.

Το προσωνύμιο οφειλόταν στο καφέ χρώμα του και η ανάγκη που επέβαλε τη χρήση υποκοριστικού ήταν το γεγονός ότι αποτελούσε τη βασική μονάδα μέτρησης τότε, ειδικά στις μεγάλες αγορές (κυρίως στις προ πεντοχίλιαρου και δεκαχίλιαρου εποχές).

Συνώνυμο: χήνα

- Με τρακόσια καφετιά δικό σου το αμαξάκι, άλλο σκόντο δεν σου κάνω...

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεκαχίλιαρο, το χαρτονόμισμα των 10.000 δραχμών, επειδή απεικόνιζε τον διάσημο έλληνα γιατρό Γεώργιο Παπανικολάου (που ανακάλυψε το ομώνυμο Τεστ).

Παραλλαγές της έκφρασης: Παπανικολήδες, Τεστ Παπανικολάου

- Δώσε μου ρε δυο τεστ Παπανικολάου να κεράσω και στα δίνω αύριο...

- Τρεις Παπανικολήδες μόνο; Αποκλείεται να κάνει τόσο...

(από filologas, 20/03/08)(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη λέξη κύριος και χαρακτηρίζει (αναλόγως θετικά ή αρνητικά) πρόσωπο ή κατάσταση.

Αντίθετο της λέξης χαβαλέ, και πιθανότατα η λέξη κυριλέ ακολουθεί την ίδια κατάληξη.

Αρκετά παλιά έκφραση, που η χρήση της υποδηλώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία και στάση ζωής του ομιλούντα...

Παραλλαγές: κυριλάτος, κυριλάτα, κυρίλα και άλλες σύνθετες

Επίσης από αυτήν προέρχονται και άλλες παρεμφερείς που ομοιάζουν ηχητικά με την ίδια ακριβώς σημασία: Κύριλλος, Κυριλέησον.

  1. - Περάσαμε κυριλέ χθες το βράδυ...

  2. - Η γκόμενα που γνώρισα πολύ κυριλάτη...

  3. - Να ντυθείς κυριλάτα να είμαστε ασορτί...


  1. - Στο πάρτυ είχαν κυριλοκατάσταση και την κοπανήσαμε γρήγορα...

  2. - Η γκόμενα; Πολύ κυριλέ για να γούστα μου...

  3. - Μες στην κυρίλα το πουρό...

Διάσημη χρήση του "κυριλέ" από τον Τάκη Κυριλέ. (από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης κυριλέ - προέρχεται από το εκκλησιαστικό Κύριε ελέησον.

Η κατάληξη -έησον πιθανόν να υιοθετήθηκε και από την ομόηχη αγγλική κατάληξη -ation.

- Πολύ κυριλέησον είσαι ντυμένος σήμερα βρε αδερφάκι μου. Γιατί δεν μου το είπες και ήρθα με τα σκισμένα τζίν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός γυναίκας λόγω του ντυσίματος της (αμπέχονο, αρβύλες, τζην, φαρδιά μάλλινα πουλόβερ), που καθιερώθηκε την δεκαετία του '70 και αφορούσε κυρίως τις φοιτήτριες...

Το όνομα οφείλεται στον τορβά, το μάλλινο σακίδιο, που είχαν όλες τους περασμένο χιαστί στον ώμο.

Το ντύσιμο υποδηλώνει ανεμελιά, έλλειψη προσεγμένης εμφάνισης και αντίστοιχη φιλοσοφία.

Ο χαρακτηρισμός «ταγάρι» είναι συνώνυμος της απεριποίητης, αντισεξουαλικής γυναίκας.

- Γέμισε ταγάρια το μπαρ, πάμε να φύγουμε...

- Σαν ταγάρι είσαι ντυμένη, βάλε κάτι πιο σένιο...

Η ταγάρι chic βουλευτίνα του Σύριζα Μαρία Κανελλοπούλου (από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναρχικιά γυναίκα, στις ιδέες αλλά και στο ντύσιμο (βλ. ταγάρι)

Η λέξη προέρχεται από σύμπτυξη / περικοπή της σύνθετης λέξης αναρχοκομμούνι, για να μείνει η επιθυμητή από τον λεξιπλάστη κατάληξη -μούνι που δηλώνει γένος θηλυκό.

  1. - Με αναρχομούνι έμπλεξε ο Πέτρος, γι' αυτό κι είναι μέσα σε όλες τις πορείες...

  2. - Όλο αναρχομούνια είναι η σχολή μου, μια γυναίκα κυριλάτη καλοντυμένη δεν βρίσκεις...

(από GATZMAN, 12/11/09)Αναρχομούνα ιν λαβ με σταλίνα: - Πάντα ανάρχα ήσουνα κι αγύριστο κεφάλι, - Κοίτα καλέ που έμπλεξα μ\' έναν σταλινικό. (από Khan, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified