Φιλάω, στα καλιαρντά.

- Έλα να σε κοντροσολάρω λίγο να στανιάρεις...

(από Khan, 19/05/14)

Συνώνυμα: αβέλω κοντροσόλ, αβέλω ροντοσόλ, βουέλω σάλιαγκο, βουέλω τζόκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης, στα καλιαρντά (εκ του αγγλικού soldier).

- Έχω νταλκά μ' έναν σολντά!

Συνώνυμα: σολντάτης, γη ελληνική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ναύτης, στα καλιαρντά.

- Γνώρισα ένα γαργαρότεκνο λουκούμι!

(από Khan, 15/12/12)(από Khan, 04/01/14)

Συνώνυμο: το θαλασσινό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

= Το πρόθεμα WWW που μπαίνει μπροστά από κάθε διεύθυνση ιστοσελίδας στον παγκόσμιο ιστό.

Πήραν το όνομά τους από το σχήμα του γράμματος W που μοιάζει με κωλαράκι.

Αντί να πεις: ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-τελεία......
λες πιο σύντομα: 3 κωλαράκια-τελεία...

Got a better definition? Add it!

Published

Το παλιό καλό χιλιάρικο επί εποχής δραχμής.

Το προσωνύμιο οφειλόταν στο καφέ χρώμα του και η ανάγκη που επέβαλε τη χρήση υποκοριστικού ήταν το γεγονός ότι αποτελούσε τη βασική μονάδα μέτρησης τότε, ειδικά στις μεγάλες αγορές (κυρίως στις προ πεντοχίλιαρου και δεκαχίλιαρου εποχές).

Συνώνυμο: χήνα

- Με τρακόσια καφετιά δικό σου το αμαξάκι, άλλο σκόντο δεν σου κάνω...

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που εννοούσε το χαρτονόμισμα των 5.000 δραχμών (κοινώς πεντοχίλιαρο).

Έμεινε στην ιστορία από τους στίχους του τραγουδιού:

«Γιατί τα πεντοχίλιαρα δεν είναι πετσετάκια...»

Συνώνυμο: Κολοκοτρώνης

Τσάκωσε τρία πετσετάκια τώρα και τα υπόλοιπα αύριο...

(από filologas, 20/03/08)(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαρτονόμισμα των 5.000 δρχ, (πεντοχίλαρο) λόγω της απεικόνισης του ήρωα του 1821.

Στον πληθυντικό αντί για "κολοκοτρώνηδες" συνηθιζόταν η φράση "κολοκοτρωναίους"

Συνώνυμο: πετσετάκι

- Με πέντε κολοκοτρωναίους θα γίνει δικό σου το εξάρτημα!

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεκαχίλιαρο, το χαρτονόμισμα των 10.000 δραχμών, επειδή απεικόνιζε τον διάσημο έλληνα γιατρό Γεώργιο Παπανικολάου (που ανακάλυψε το ομώνυμο Τεστ).

Παραλλαγές της έκφρασης: Παπανικολήδες, Τεστ Παπανικολάου

- Δώσε μου ρε δυο τεστ Παπανικολάου να κεράσω και στα δίνω αύριο...

- Τρεις Παπανικολήδες μόνο; Αποκλείεται να κάνει τόσο...

(από filologas, 20/03/08)(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)

Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο

Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.

- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη λέξη κύριος και χαρακτηρίζει (αναλόγως θετικά ή αρνητικά) πρόσωπο ή κατάσταση.

Αντίθετο της λέξης χαβαλέ, και πιθανότατα η λέξη κυριλέ ακολουθεί την ίδια κατάληξη.

Αρκετά παλιά έκφραση, που η χρήση της υποδηλώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία και στάση ζωής του ομιλούντα...

Παραλλαγές: κυριλάτος, κυριλάτα, κυρίλα και άλλες σύνθετες

Επίσης από αυτήν προέρχονται και άλλες παρεμφερείς που ομοιάζουν ηχητικά με την ίδια ακριβώς σημασία: Κύριλλος, Κυριλέησον.

  1. - Περάσαμε κυριλέ χθες το βράδυ...

  2. - Η γκόμενα που γνώρισα πολύ κυριλάτη...

  3. - Να ντυθείς κυριλάτα να είμαστε ασορτί...


  1. - Στο πάρτυ είχαν κυριλοκατάσταση και την κοπανήσαμε γρήγορα...

  2. - Η γκόμενα; Πολύ κυριλέ για να γούστα μου...

  3. - Μες στην κυρίλα το πουρό...

Διάσημη χρήση του "κυριλέ" από τον Τάκη Κυριλέ. (από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified